Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

το κομμένο χέρι

 απόψε πρόσεξα ότι μου έλλειπε ένα χέρι 
πρόχειρα το αντικατέστησα με το δικό σου 
πρόθυμα το έκοψες και μου το έδωσες 
είπες πως αυτές τις μέρες δεν το χρειαζόσουνα
 σου αρκούσε να με κοιτάζεις να χρησιμοποιώ αυτά τα χέρια. 
 
 όμως δεν έκανα τίποτα μόνο καθόμουν αμίλητη κοιτάζοντας το δανεικό μου
χέρι  
το χάιδευα με το δικό μου -αυτό που είχε μείνει-
 κι όλο έκλαιγα για το κομμένο χέρι μου 
και για σένα που δεν άντεχα να σε κοιτάζω 
 
 με ένα χέρι, μου έφτιαξες ένα μηχανισμό 
και πάλι ανταλλάξαμε, και ολοφώτιστος έφυγες 
αν και πάλι είχες τα δικά σου τα χέρια όπως πρώτα    
 ένιωθες σαν καινούργιος, ανυπομονούσες να τα χρησιμοποιήσεις ξανά. 
 
κι εγώ χάιδευα το μηχανικό μου χέρι, 
με αυτό -το άλλο-
 που είχε μείνει κι όλο έκλαιγα για το κομμένο χέρι μου
 και για μένα, που δεν άντεχα να με κοιτάζω

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

γυρίζει το φως μου
γρήγορα
το μυαλό μου καίγεται !
πλάθει αστείρευτα
νοσώ !
τρέμω /  εγκαταλείπομαι
φωνή
πρέπει να βάλω φωνή, να φτιάξω φωνή
δύναμαι
παραμορφώνονται δίπλα μου
ζωικά όργανα / δίνω
ασθμαίνω
χάνονται οι αρχικοί συλλογισμοί
από που ξεκίνησα να σκέφτομαι
γιατί διχάζονται
γιατί αγαπώ τον παραλογισμό; είμαι
στ' αλήθεια φίλη των ανθρώπων;
το γένος μου διχάζεται
και κλίνω προς μια κατεύθυνση
που με μουδιάζει
ολόκληρη

κύμβαλα

τα πέλματα θόρυβο πάνω απ' τη στέγη
όλα μύριζαν άσχημα
ήμουν στο τελείωμα
άκουσα τα ποδοβολητά
έτρεξα, ανάγκασα τον εαυτό μου
να πατήσω τη βρεγμένη άσφαλτο
ήταν οι άνθρωποι εκτεθειμένοι
η γη αναστέναζε
 είδα εκεί που βρισκόμουν πριν λίγο καιρό:

μαθηματικά πελώρια ολογράμματα, προγραμματισμένα να
είναι
και ένα χέρι σκέπαζε την υφήλιο.
νοσούσα, πονούσα και γελούσα.
γάγγραινα και πλήξη
ευνουχισμένο παιδί τρέχει και ζητά αυτόγραφα από τους μεθυσμένους
"είμαι εδώ αλλά λείπω τώρα"
δε μου λείπει κανείς απ' όσους μεγάλωσα μαζί τους
μιλάω και δεν ακούω
και μετά σταματάω
για να ακούσω αλλά έχουν φύγει
έχουν φύγει, μου λες
γιατί είμαστε όλοι διάτρητοι και προσπαθούμε να φαινόμαστε
όσο το δυνατόν πιο καλοπισμένα ηλίθιοι
ναι γράφω
και αυτό δεν έχει νόημα
κουράζομαι πάντα να γράψω
κουράζομαι να είμαι εδώ
έχω αρχίσει να ακούω
να τεντώνομαι
τα πράγματά μου είναι στις θέσεις τους ανέγγιχτα
τα αφήνω πάντα ανέγγιχτα μήπως χρειαστούν αργότερα
αργότερα θα υπάρξουμε καλύτερα
και αναβάλλεται η συναυλία της ύπαρξης
προς το παρόν θα σας παίξει η φιλαρμονική του δήμου

τα πέλματα βροντούσαν, έσυαν όλο το σπίτι μου.
οι άνθρωποι κάνουν τόσο θόρυβο
κάτι θέλουν
από μένα, κάτι ζητούν.
δεν θα κοιμηθώ
τι να κάνω.

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

φρακταλικό κι ανυπεράσπιστο

η όραση των οστών επιμηκύνεται
το δύσκολο κρέας των Άλπεων τρέφει τη γη μου
γεμάτη με περιπλανώμενα ζωύφια
σε στείρα εξάρτηση με το όλον

μικρή μου σφαίρα κατακόκκινη
υγρή γεμάτη υγρό υγραίνεις την υπόστασή
του

τώρα περπατάω και δεν είναι αργά για τίποτε
ώρα μεσάνυχτη μυρίζει η ζωή μπαρούτι και μηρούς
και άρρυθμοι κρουνοί μου μεταφράζουν τη σιωπή
των όντων 

τώρα πού είναι 
η αρμονία που δεν χρησίμευσε
για την ελαχιστοποίηση του χρόνου
 

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

αιμομιξία με το θεό

εκπνέω αυτό που είμαι σε κβάντα που δε σταματά. αυτό το σπάσιμο σε υπερήχους.
θα έπρεπε να ουρλιάζω αλλά να γράψω μόνο. να γράψω μόνο είναι το σωστό το θέμα.
γράψω να γράψω ένα ποίημα για αυτούς που θα το δουν είναι κάτι το εύκολο. αλλά αρρωσταίνω βαριά και ξερω δεν αν είναι αυτό που θέλω να πω εύκολο. όχι δεν είναι εύκολο. αλλά υπάρχει ένα σημείο πέρα απ΄το οποίο αρχίζω να βλέπω αυτό που γράφω σαν μια φιγούρα που χορεύει πυρετικά χύνοντας ιδρώτα και δεν ξέρω γιατί να το δουν. γιατί να το δουν αν απουσιάζουν απ' την όραση μου;
κι αν τους ρουφήξω μέσα μου σαν φόνισσα θα είμαι, θα είναι έγκλημα να δουν αυτό. αυτό που σχίζω από το πρόσωπό μου και τη βλέννα μου και τα στήθη, γίνεται έγκλημα όταν το δίνω. κι αν δεν το δώσω πάλι είναι έγκλημα. επίτηδες γράφω. έτσι, γράφω αυτό που θα έπρεπε στον ύπνο με ωθεί να ουρλιάξω. είναι αναπόφευκτος ουροβόρος το ποίημα. δεν έχω τα χέρια να το τυλίξω στο πρόσωπο του θεού και. να το φτύσω στο ήσυχο δέρμα του. και δεν θέλω να το φτύσω θέλω να του κάνω έρωτα. ατελείωτο έρωτα ψηφιακό. ερμαφρόδιτο. ανίερο. τελετουργικό. βρώμικο. θεϊκό. θέλω το καυλί του μόνιμα στο κρανίο μου. στη μεγαλύτερη τρύπα της θεωρίας του. όσο γίνεται, γίνομαι από κάτι που φτύνει -> κάτι που απολαμβάνει. γελάω κι ας είναι νοσηρό το γέλιο μου αυτό. λούζομαι επιδικτικά μπροστά του με το ζεστό σπέρμα της ποίησης. στην αλήθεια, θα σας πω αυτό και θα το πω δυνατά. ξέρω πως ξεγελάω τον εαυτό μου θεωρώντας πως ξεγελάω το θεό. αλλά η αλαζονεία της ποίησής μου δεν καταδέχεται τίποτε και δεν είναι το ίδιο με την ανθρώπινη αλαζονεία. αν ο κόσμος είναι το ποίημα του τρελόγερου του "θεού" -> ο κόσμος είναι και το κέρινο ομοίωμα της δικής μου ποίησης. είναι στη φύση της ιδιοφυΐας να ξεγελάει τη φύση με μη φύση και της μεγαλοφυίας να αντιστρέφει όλα τα προηγούμενα επιχειρήματα. ακόμα κι αν βαφτίσω τη μεγαλοφυία ->σχιζοφρένεια πάλι το ίδιο μου κάνει. όλα αυτά είναι λέξεις -> και άρα παιχνίδια μου. και ο θεός τα ζηλεύει και τα ζηλεύει πολύ και απειλούν το ομοίωμά του και έτσι θέλει να με γαμήσει. αλλά εγώ τον συμπαθώ γιατί είναι αδελφός μου κι έτσι διαπράττουμε την αιμομιξία που είναι το χάος. και γιατί είναι το χάος αυτή η αιμομιξία; γιατί όταν προσθέτεις το ατόφιο στο κίβδηλο / το νοσηρό στο υγιές / το θάνατο στην ύπαρξη και βάζεις και τόσους ανθρώπους να παίζουν με αυτά όλα, τότε δημιουργείται το χάος. αν ήμουν ένα έμβρυο μέσα σ' ένα πλυντήριο και με ρωτούσαν αν μου αρέσει το χάος θα έλεγα όχι. και τώρα λέω όχι αλλά τώρα είναι αλλιώς...

μητέρα.


 η μητέρα κοχλάζει ατμό
βγάζει άσπρο σπέρμα αρρώστιας από το λαιμό της
δεν είναι φυσιολογικό λέμε και κοιτάζω αμήχανα τον πατέρα
η μητέρα βγάζει συντριπτικά αέρια, δείγμα σφάλματος στο εσωτερικό της μήτρας
η μητέρα φοβάται συνέχει και κλαίει συνέχεια
η μητέρα ζητάει προσοχή στη δύσκολη φυγή της
η μητέρα θέλει με όλο της το σώμα να αποχωρήσει
η μητέρα διχασμένη, πεταμένη στα σκαλοπάτια των ημερών
ασθενεί και ασθμαίνει
και δε μιλά όταν έχει ανάγκη
η μητέρα δίνει σήματα, σήματα καπνού και κρέατα γύρω της τη διώχνουν
απ' την κρεαταγορά των ανθρώπων όπως για παράδειγμα ο πατέρας
κι εγώ.

η μητέρα με πονάει σε κάθε της άρθρωση

 η μητέρα σφίγγεται να αποβάλει κάτι που δεν είμαι πια εγώ
θέλει να διώξει, να αυτοεξοριστεί σε αυταπάρνηση
φοβάται και όλους μας διώχνει σαν αποκρουστικά ζωύφια
η μητέρα λατρεύει μόνο εμένα
αυτό είναι από πάντα, αλλά τώρα λατρεύει υπόγεια
μέσα από τις κινήσεις της αναπνέω μόνο απελπισία
η μητέρα θέλει να με αφήσει
πίσω, ή μπροστά της.

 η μητέρα με πονάει σε κάθε της άρθρωση

 η μητέρα με φοβίζει
με  συλλαβίζει σαν ανάμνηση πια
η μητέρα πάσχει από πάντα, μια ασθένεια πολύ τρομαχτική
που δεν είναι όμως η μητέρα
δεν θέλει να γίνει καλά πια
η μητέρα είναι κουρασμένη απ' όλα
έχει πυρετό και υπόγεια κλαίει πολύ για όλα
και πιο υπόγεια μια ευτυχία διαστροφική και μόνιμα άσκοπη
η μητέρα δεν αγαπάει πια κανέναν

η μητέρα με πονάει σε κάθε της άρθρωση

 φτιάχτηκε από βελανίδια και σκόρδα
και σιωπηλούς αμμωνίτες μέσα σε ψύχη και αναταραχές
και σκοτάδια. την τρέμω από παιδί
η μητέρα με κάνει να θέλω να κλαίω συνέχεια
η παράδοξη μητέρα μου κοιτάζει εκεί που γεννήθηκα
και μετά κοιτάζει την ύπαρξή της
και μπερδεύομαι
η αναλγητική, η στεγνή στείρα μητέρα θέλει να γίνει
μια σταφίδα τόσο μαραζωμένη που να μην την αναγνωρίζω.
η μητέρα με σέρνει στα καταγώγια της μοναξιάς της
χωρίς να μου διευκρινίσει ποτέ
ποια ήταν στ' αλήθεια




Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

akolouthia

αρχικά δεν με νοιάζει τίποτε, στ' αλήθεια
και μετά καίγομαι ολόκληρος

πιο βαθιά όμως δεν δίνω δεκάρα για ο κορμί μου για μένα την ίδια, για όσα μου συμβαίνουν
αλλά σ' ένα πιο μέσα επίπεδο τρεκλίζω απ' τη λύσσα, το μυαλό μου αυτοπυρπολείται
όμως πιο μέσα νιώθω βαριά σήψη συναισθημάτων, σχεδόν νεκρή, και μια γαλήνη μου μουδιάζει το σώμα
και πιο κάτω νιώθω άρρωστος από πυρετό, βλέννες και σάλια βγαίνουν απ' τα μάτια μου
και πίσω απ' αυτό δεν νιώθω τίποτα, μια στρογγυλή κενότητα που αγκαλιάζω χωρίς κανένα λόγο
αλλά στο βάθος θέλω να ξεράσω την ψυχή μου απ' την ένταση του νου
και πιο μέσα η αταραξία με έχει δέσει σ' ένα λευκό κρεβάτι και νιωθω αρκετά άνετα εκεί
όμως βαθύτερα τρέμω από σπασμούς, νιώθω συρμάτινος μέσα σε πεδίο μάχης, δεν θέλω να πεθάνω
αλλά παραπέρα τα μάτια μου έχουν σφραγιστεί τόσο σφιχτά αλλά δεν με πονάνε, βλέπω τη ζωή μου σαν τα αστεία γεγονότα της ζωής μιας καρικατούρας και γελάω
και πιο μέσα γελάω ανυπόφορα, θέλω να γδάρω το σώμα μου, να βγω, θέλω αέρα, νιώθω ασφυξία
ύστερα αποδέχομαι την ασφυξία σαν κάτι φυσικό, το μέσο που με βοηθάει να μπω σε ύπνωση
και πιο βαθιά, αιώνια τρέλα με παρατηρεί να στέκομαι άπραγος σε βεβιασμένα δευτερόλεπτα
και πιο κάτω άχρονη κοιμάμαι, με μια μακαριότητα αξιοζήλευτη
και πιο κάτω πάλλεται η ψυχή μου να ξεκολλήσει απ' το σώμα μου, ουρλιάζω και σφαδάζω και πονάω τόσο αλύπητα που η γλώσσα μου σπαρταράει από μόνη της
σε κωματώδη κατάσταση παρατηρώ κάποιον που ζει αντί για μένα αλλά δεν έχει νόημα να του ευχηθώ τίποτε
και ακόμα βαθύτερα τρέμω γυμνός σε μια λίμνη από αίμα ανήμπορος ουρλιάζω μέχρι που ξεραίνονται τα σωθικά μου και τινάζομαι ιδρωμένος
και πιο βαθιά κοιμάμαι τόσο άνευρα που σπάει ο δεσμός μου με τον κόσμο και απελευθερωμένη ενώνομαι με κάτι τόσο άσπιλο που μου προκαλεί καυτό κλάμα ευτυχίας.

θα μπορουσε να συνεχιστεί επ' άπειρον αυτή η ακολουθία
αλλά εδώ στη φθαρτή πραγματικότητα δύο όντων που περιπλανιούνται μέσα μου αντίρροπα
την τελευταία πρόταση τη χαρίζω στο θηλυκό που πεθαίνει, εξάλλου η φύση που γδέρνεται δεν έχει τίποτε το αιώνιο.