Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

don't let your father eat you

1
ο πατέρας μου είναι κάτι
που βρωμάει κάθε τέσσερα χρόνια
η μαμά μου τον ξεπλένει με φορμόλη ή απλό νερό
όχι αυτό με τα πηχτά μόρια που τρέχει στους καταρράκτες
αυτό το παγωμένο, το νερό

2
ο άντρας στη γωνία κατουρούσε για
περίπου τρια τέταρτα
καθόμουν και τον χάζευα
μασουλώντας τη διάνοια των σαλιγκαριών
που έπνιγε με τα ούρα του

3
η εικόνα ενός κηφήνα είναι κάτι το πολύ ασαφές
όπως κάθε εικόνα
αλλά ιδιαίτερα του ζώου
που αν είχε την ικανότητα να γράφει
θα μύριζε πρώτα το χαρτί
κι ύστερα θα το έφτυνε

4
περιεργάσου τη μορφή της ατέλειας
δεν είναι γόνιμη σαν φάλαινα σε βόθρο;
ό,τι γεννάει κλείνεται στην ίδια του την κοιλιά
σαν έμβλημα του ευατού του
κι εκείνη συνεχίζει να γεννάει

5
είπε: "υπαινίσσομαι το σώμα μου
όταν τραγουδάω" ναι, πίσω από κάθε άρρυθμο ήχο
ή ξεκούρδιστο λυγμό
είναι σαν να ξεσκίζω τη σάρκα μου
νανουρίζοντάς την

6
η λοβοτομημένη αντίληψη του να
διατηρείς τη σήψη σε κονσέρβα
είναι μάλλον μια αντιστροφή του
να παρατείνεις την ύπαρξη
καλύτερα όταν δεν με χρειάζομαι
να με κλείνω σ' ένα ψυγείο για συντήρηση

7
προς τη φωνή που θέλει να ανήκει στον οισοφάγο:
το στόμα και η ρινική κοιλότητα
δεν σου ανήκουν
σταμάτα να είσαι τόσο υπεροπτική μαζί τους
ανήκεις εκεί που γδέρνεται το μέσα
και το μέσα δεν έχει πολιτισμό

8
οι συγγενείς μου αλληλοτρώγονται
ο μπαμπάς μου ειδικά διεκδικεί τη γιαγιά μου
και τα ξαδέρφια μου τον σκύλο τους
η μαμά μου δεν τρώει κανέναν μόνο με κοιτάζει
σαν να θέλει να μου πει "το δώρο μας είναι
κάτι που τρώγεται"

9
τρώω απ' το χέρι του νεκρού αδελφού μου
πάντα ήξερα πως είχα έναν αδελφό
αλλά κανείς δεν μου μίλησε για το θάνατο
ψάχνω να βρω ποιος γέννησε τον αδελφό μου
σίγουρα όχι οι γονείς μου
μέσα στον βαθύ του ύπνο με αγαπάει
περισσότερο

10
το δωμάτιο είναι μικρό και ζεστό
πάνω στο παχουλό πάπλωμα έχω αδειάσει όλα μου τα
κοσμήματα. η τηλεόραση παίζει το Werckmeister harmσniαk
και οι λέξεις βγαίνουν σαν ηχοκύματα
απ' το στόμα του κήτους
να μια αρμονία που βρυχάται, επιτέλους κάποιος την ξέβρασε
στο δωμάτιο

11
αυτός που σκοτώνει κάτι
είναι πιο ευνουχισμένος πιο συμμετρικά ημιτελής
από ένα σχεδόν ψόφιο άλογο με πέος και διαύγεια
για ποια σύγχυση να μιλήσω όταν είμαι το βλέμμα
αυτών των δύο όντων
σ' ένα ξεχαρβαλωμένο σκοτάδι

12
βάζω στο ριπίτ κάποιον να λέει "άρνηση"
χαϊδεύομαι απαλά κι άμα κουραστεί και σταματήσει
τον πατάω με το τακούνι μου, αυτό με τα καρφιά
όλο πάει να χωθεί κάτω από χαλιά και ρούχα
αλλά με υπακούει ακόμα κι εμένα μου αρέσει να μην
μου αρνιούνται τίποτα

13
ο αδελφός μου γλύφει το πάτωμα
με σεβασμό σε ό,τι είναι ακίνητο και ευθύγραμμο
με τη γλώσσα του. είναι το αίμα των δοντιών του
που δεν έχει άλλη γεύση να του δώσει
αλλά είμαι ακόμα 22 και έχω περίοδο
και μπορώ να γλείφω κι εγώ χωρίς να γεύομαι τίποτε

14
ο Θεός τους μιλούσε κι αυτοί τον έγραφαν στ' αρχίδια τους
δεν είναι φως και αγάπη δεν είναι τίποτα
όσο τους μίλαγε έφθινε μέχρι που έγινε ένας κόκκος φακή
και τον φάγανε με λάδι αλλά αρρώστησαν μετά από χρόνια
και ψόφησαν χαρούμενοι και χορτασμένοι
δεν είναι φως και αγάπη είναι λύσσα και αχόρταγη μάνα


Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

αναρρόφηση

ποίηση
κρεματόριο για ημίτρελους νοσηλευτές
που φέρνουν γράμματα σε μπουκαλάκια απ' την παραμεθόριο
γη φιλάσθενων τυχοδιωκτών που όλοι τους εμβολίζουν
κοινή γυναίκα υψίφωνο
που μ' ένα παραιτημένο χέρι ζητιάνου ή νταβατζή
πιάνουν μολύβι.

ποτέ με το δικό τους το αιμόφυρτο
οι αποικίες των κβαντικών ωρών της μνήμη σάπισαν
σε μια προσπάθεια επούλωσης της μήτρας

στέκομαι υπόδικος με μυριάδες κεράσια στο στόμα
φτύνω το κόκκινο και καταπίνω τα κουκούτσια
λέρωσα πάλι το σεντόνι σας Ωχρή Ξεκούρδιστη Μητριά μου
μισητή μου ποίηση
άλλη μια γραντζουνιά στον οισοφάγο γιο της ύψωσης
για να πετύχω το πιο φάλτσο γέλιο

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

οι νηφάλιες των υπογείων

με τράνταξε ένα ρεύμα κινούμενο,
μια υποκατάστατη κόλαση
αναλγητική γυναίκα

-γιατί άσφαιρο; γιατί είναι άσφαιρο;

κούρνιασε στον ισκιο των γιγάντων
νύμφη χωρίς χέρια, σώμα θωλό
με παρεμβολές
και το σήμα μου τώρα της εκπέμπει
σπασμούς και άλλα μείγματα

-η στύση μου είναι δώρο, είναι ένα δώρο για σένα.

της λέω χαμηλά, υπάκουα, στεγνά
παραπλανητική παίζει με σχήματα στα δάχτυλα
η όραση πλανητική, με χάντρες ανάμεσα στα πόδια της
να μην ξεχωρίζει η κλειτορίδα.

μέσα από την στοά, σκουριασμένη νηφάλια
μέσα σε πρόωρο οργασμό με δόντια νυστέρια
ύαινες και σαρκικά παλεύω να γελάσει
αλλά δεν γελάει, φλερτάρει με ένα θάνατο ορισμένο
κάπως διαφορετικά
είναι η κίνηση του αμιγούς, το τόξο των εκκλησιαστικών οργάνων
που ενώνει με κάτι το θεϊκό ή την απάτη του
και το αγγίζω
το αγγίζω μαλακά κοιτώντας την
κορίτσι του ρίγους σε κάθε του ηχόχρωμα
και η στάθμη του νερού σιγά σιγά ανεβαίνει.

-γιατί άσφαιρο, πώς θα παλέψεις;

ψιθυρίζει και τρίβεται, σε μια χορευτική ομοιότητα με τις βασίλισσες
που παριστάνουν της σκλάβες για να νιώσουν πόνο
αυτές που τον πόνο δαμάζουν και τρέμουν μόνο όταν
παύουν οι βιαστικοί και βιασμένοι άνθρωποι των δρόμων

θα σηκωθεί και με κινήσεις δεσποτικές
θα εννοήσει σωπάστε / πάψτε όλα
ό,τι με περιβάλλει σταματά
και υποκλίνεται στην ανάσα της
μια ανάσα γόνιμη που πλησιάζει
καθώς τρίβεται
και με παρακαλά να συνεχίσω
μόνο επειδή με παρακαλά
και πέφτει υπάκουο σκυλί στα πόδια μου
αγγίζω το βρεγμένο της κρανίο
αργά καθώς αγγίζομαι
και η στάθμη του νερού ανεβαίνει

σκύβει κι οι ρώγες της βρέχονται
στην άκρη τους
-υπάρχει τελικά οι μουσική ακόμα κι όταν δεν την ακούω
υπάρχει εκείνη η μουσική που μπορώ να δω
λέω και θαυμάζω τα σταφύλια στο στέρνο της
υπνωτικά βελούδινα, απάνθρωπα

-γιατί άσφαιρο; γιατί;

και οι ρώγες είναι σφαίρες για το όπλο μου
ριγμένη ίσια μπροστά μου, δαγκώνει, δαγκώνεται
νύμφη χωρίς Θεό χωρίς μητέρα
υπερλειτουργικά αινίγματα και λέξεις με αλγόριθμο
και ηχώ, που βλέπω, όλα τα τρώω με τα μάτια μου
και υγραίνεται με αυτό το πετάρισμα των βλεφάρων
η υπόγεια γδύνεται μέσα σε μικρούς κυματισμούς
γλύφοντας το αίμα πριν το παρασύρει το νερό

-η στύση μου είναι ένα δώρο για σένα

νιώθω χιλιάδες βρεφικά κεφάλια να μαλάζουν το ένα το άλλο
με εναλλασσόμενη ορμή προς το εσωτερικό
πάλλεται και συσφίγγεται και πάλι απορροφά και τρέμει
δεν ορίζεται καμιά απόσταση από τη σάρκα στη σάρκα
και η στάθμη του νερού ανεβαίνει

φωλιασμένος ώρα στην άκρη του χρόνου
όπου μισοκόβονται οι άνθρωποι σε ετοιμόρροπα ημισφαίρια
προστάζω τον ομφάλιο λώρο της γης να σπάσει
μ' ένα κενό μνήμης, ένα άσφαιρο και υγρά μέλη
μ' ένα βρυχηθμό, προστάζω τώρα την έκρηξη
πιέζοντας τις σάλπιγγες, τον υμένα
βαθιά μέσα στα όρια του παραλόγου
και της κίνησης, διχοτομώντας
κάτι που θα μπορούσε να είναι ένα κρανίο

η στάθμη του νερού δεν ξεχωρίζει πια
κι εγώ δεν πίνω αλκοόλ, δε το χρειάζομαι
έτσι κάθε βράδυ πνίγομαι
με τις νηφάλιες των υπογείων

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

επιθανάτια σφραγίδα στα μάτια αστικών κοριτσιών

μεγαλόπρεπα νυστάζει η πόλη
καταπίνοντας τις ιστορίες των εγωκεντρικών ομοιωμάτων
τους είδους /  
κύκλοι κύκλοι με περιστρεφόμενους εσωτερικούς λαιμούς

ή λαιμητόμους / ή εγγενείς φαυλοειδείς εμπαιγμούς

η Γυναίκα κοιμάται στα χέρια υγρών αστικών κοριτσιών 

οι βραδυφλεγείς τάσεις τους να αποσύρονται απ' τις σφαγές
να σαλιώνουν φεύγοντας το πεζοδρόμιο

τα ανδρίκελα θαυμασμού σε χαπάκια των 100 μιλιγκράμ
τοποθετώ ήσυχα και αρρενωπά σε βαζάκια δειγματοληψίας
θα κάνω ένα πείραμα.

τι ώρα είναι;
τι ώρα είναι όταν μπορώ να φεύγω;

μικρός είχα ένα συρμάτινο χέρι
που έμοιαζε με τοπίο από θωρακισμένα σώματα

μικρός είχα μια υπόνοια αφής
αφή = ακατέργαστη μετάγγιση σπασμών

αντ' αυτού:
οι μέρες είναι στοές και μέσα τους υπνοβατούνε λύκοι
έτσι τους έλεγα και νόμιζαν πως δεν ήμουν εγώ
πως με παρίστανα
μου είπε
ωραίες και οι λέξεις αλλά προτειμώ να σου γλείψω το πέος

τι ώρα είναι;
τι ώρα είναι όταν μπορώ να σε κοιτάζω;

το αστικό της πρόσωπο μου φέρνει αηδία

δεν μπορώ να υπάρξω ξέχωρα απ το παραπλανητικό σου χαμόγελο
μέσα απ' το μοκόκλ των υποθέσεων με κοίταξες

μην μιλάς άλλο μου λέει
θα γίνεις αστείος
θα γελάσω

είναι αόμματα τα πρωινά στην αγκαλιά της πόλης
μέσα σε πλήκτρα, στο στόμα της γεννήτριας απορρόφησης
όλα εκκολάπτονται αργά
σέρνουν σπασμένα σώματα απ' τις οροφές στα υπόγεια κι αντίστροφα


ένα δύο;

τώρα με γρατζουνάει με το βλέμμα της

τώρα έχει αίμα στους μηρούς και βλέπει
μέσα από εμένα τη διάλυσή της
και ηδονίζεται

δεν καταλαβαίνει τίποτε
νιώθω άτρωτος

τώρα είμαι ένα μεγάλο συρμάτινο πέρασμα
έγινα το μεγάφωνο των φόβων της

τώρα συντρίβεται και μου χαμογελάει

φθισκιά μεταλλάσσομαι σε κίνηση
που ακροβατεί στις λαξευμένες πλευρές του σώματος
αφινιάζω, παίζω πιάνο στο δέρμα της
ζωγραφίζω μαύρες κυλίδες σπέρμα
χύνω μελάνι
οργίζεται

τι ώρα είναι;
πότε γελάω;
πότε μπαίνει η σκηνή που πέφτω ατόφιος στο πάτωμα και σε παρακαλάω να μην φύγεις;
πότε θα το κάνεις εσύ;

-

λέει πως εγώ δεν είμαι άντρας
είμαι βραχιολάκι για τον αστράγαλο
είμαι κάτι που κουλουριάζεται
και με παρομοιάζει συνέχεια με υβρίδιο
και τέτοιες ιστορίες

δεν είμαι λέει μια οντότητα
είμαι ένας σωρός από μελάνι
είμαι κάτι που χύνεται
αργά και μαύρα στα μπούτια της

την αγγίζω στο μέτωπο
με το δείκτη του χεριού μου
στο ίδιο σημείο πάντα (μόνο το πρόσωπο αλλάζει κάθε φορά)
δεν πειράζει που δεν έχεις υπόσταση 
δεν πειράζει σε σκοτώνω όπως σε βιάζουν οι λύκοι των μοναχικών ημερών μου
δεν πειράζει που δεν καταλαβαίνεις
που το παιχνίδι μου είναι στημένο

της αφήνω μια μαύρη σφραγίδα που δεν μπορεί να δει

το πείραμα τελείωσε

ποίηση = μια αλλεπάλληλη ανταπώδωση εξαπατήσεων μεταξύ δύο ή περισσόερων όντων
-αφού ποτέ δεν είσαι μόνος όταν γράφεις
-ποιος το είπε αυτο;
-ο θάνατος


Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

φα δίαιση

-ολοι υποκαθιστουν τους εαυτους τους μεσω ρολων!

ειπε και ξάπλωσε με τα πόδια ανοιγμένα στο σχήμα που εχω οραματιστεί τη φυγή της

(οι νυχτες χωρις πρόσωπα ειναι δύσκολες, καρδιά μου, αλλά τα πρόσωπα χωρίς νύχτες δε μονολογούν, γιατί δεν μου απευθύνεσαι)

σκέφτομαι να της πω αλλά δεν το λέω
-νυστάζει το έρεβος όταν βλέπω τους ανθρώπους ως κάτι δυναμικά ασθενές

(είσαι πανέμορφη όταν αναβοσβήνουν οι άντρες και οι πτώσεις τους μοιάζουν με τα δάχτυλά σου)
σκέφτομαι. είμαι υπομονετικός.

τα πόδια της σαλεύουν σαν την οργή του Θεού

-όταν μιλάω είναι σαν να υπνοβατώ προς τη φράση που θέλω να πω, σαν να χουζουρεύω στην αναμονή μιας απάντησης.

(ξυπνάς ποτέ όταν μεταγγίζονται σιωπές;)
θα το πω
-όχι, με προλαβαίνει βραχνή-

-η μονομανία είναι μερικές φορές ένα χάρισμα, το χάρισμα είναι μερικές φορές μόνο

(είναι κόκκινη τώρα, πολλή κόκκινη, φέγγει από κόκκινο φως, είναι κόκκινη!)

-χθες βράδυ ήταν όλοι εδώ κι εγώ γέλαγα συνεχόμενα, υστέριζα μπροστά από κόκκινους καθρέφτες.
τώρα δεν είσαι εδώ

(οι νύχτες χωρίς πρόσωπα είναι δύσκολες, με πρόσωπα αφόρητες, είμαι βουβός σαν κινηματογράφος, σαν αυτιστικός μονομάχος - μια γυναίκα μου γλύφει τα πόδια και γελάει, το γλεντάει τσιρίζει- γύρω άνθρωποι, φωνές, με γλύφει και με σφίγγει, γελάει)
η σκέψη μου φεύγει

-μερικές φορές με κοιτάς σαν αφηρημένος καθρέφτης, ξεχνάς να με απεικονίσεις και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, είναι. . .

(είναι σαν να μην είσαι εδω; αυτό πήγε να πει αλλά δεν θα το πει, είναι κόκκινη, πολύ κόκκινη για να το πει)

αγκαλιάζεται με τα γυμνά της χέρια και ύστερα με το σεντόνι

-κάτι μέσα στους ανθρώπους αυνανίζεται με την ιδέα του χαμού τους. η νίκη του μυαλού που επιτέλους αποτεφρώθηκε το σώμα, το αχόρταγο βαρετό σώμα, αλλά πάλι αυνανίζεται

(με μπερδεύει, δεν μιλάει πια για ανθρώπους πια για νύχτες και νύστες, λέει για μυαλά, τρέχει αλλού, ποιος αυνανίζεται, ποιο σώμα, γιατί βαριέται το σώμα της; γιατί η σκέψη της είναι ένα ερμητικό κλουβί γιατί η δική μου ένα άλλο, ερμητικό κλουβί,΄μέσα απ' τις παραβιασμένες πόρτες του βλέπω βιασμένες πόρνες και κάτι το ιερό που πρέπει να καεί και το ξέρει)
δεν λέω τίποτα, την κοιτάζω να σέρνεται στα σκεπάσματα

-τα μάτια σου είναι υγρά, η φωνή μου στριγκή, τα μάτια σου στριγγλίζουν, το αιδοίο μου στραγγαλίζει τη γλώσσα σου, μυρίζει σαν αίμα, το μυρίζεις, η φωνή μου είναι υγρή, υγρή

(βλέπω την κηδεία των δικών μου, εκείνη είναι εξαδέλφη μου, μου ρίχνει δυο χρόνια και δυο πόντους, έχει μαύρες πέρλες στα αυτιά της, κοιτάζω τα αυτιά της ενώ κλαίει μπροστά απ' το φέρετρο, κοιτάζω τα αυτιά της σε όλη την κηδεία, αγγίζω με το χέρι μου τον γοφό της, νομιζει ότι καταλάθος, με αγκαλιάζει, με το δάκτυλό μου αγγίζω το αιδοίο της είναι τρομακτικά υγρό όπως τα μάτια της, νομίζω πως αν τη σφύξω θα φτιάξει μια μικρή λίμνη γύρω μας και δεν θα υπάρχουν πια οι ζωντανοι συγγενείς που θα κλαίνε, ούτε θα είναι πια η εξαδέλφη μου)

-η λίμνη των οστών, έτσι την λένε είναι το καταφύγιο των άλαλων πουλιών, μια λίμνη με γύρω οστά από κυνηγούς. εκεί ήμουν όταν με βρήκαν αλλά ήμουν μόνη

τεντώνει τα χέρια και αγκαλιάζει τα σκεπάσματα, τα συγκεντρώνει όλα ανάμεσα στα χέρια της, φτιάχνει ένα βουνό από σεντόνια


(είναι σαν διάολος, ενώνει διάσπαρτα κομμάτια ψαριών μέσα μου τα ενώνει με μέλη από βουβάλια, φτιάχνει ζώα στο μυαλό μου που δεν έχω δει ποτέ, είναι σαν διάολος το βλέμμα, τώρα είμαι εμβρυακός, μια χαλασμένη νότα που την ψαχουλεύει, την διαπερνά, αλλά δεν ακούγεται όπως παλιά - είναι σαν φάλαινα, είναι φα. . .)

σκέφτομαι αλλά δεν μιλάω, δεν της μιλάω. τώρα τα πόδια της παίρνουν το σχήμα μιας νότας που με νανουρίζει όπως τους διάττοντες σφαγμένους εραστές της, όπως τους θρήνους σε υπόγειες μινόρε φονικές ματιές, τώρα είναι φα.
 φα δίαιση


Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

γυναίκα άφθαρτη κοιτάζει μέσα από καλειδοσκόπιο

περιμενω τη μερα που θα τρελαθω σαν δωρο
έρχεται και φεύγει η σκιά σαν πειραγμένη μελωδία πάνω σε καμβά
χωρίς υστερόγραφο 

βλέπω τη λέξη να βγαίνει πυχτή
απ' το στόμα 
σα μελάνι, στο χώμα με τον πιο υστερικό κρότο

η λέξη είναι τώρα κενή
η λέξη βγήκε μετά από το σπάσιμο των χαρακτήρων 
ενός βασανιστικά ατελείωτου έργου
στο κεφάλι μου

βήχω όπως σπάνε τα μολύβια μετά από τη διάλυση των νευρώνων

είναι πυρετικό και ανίκανο να αντέξει μια μελωδία βγαλμένη από δίκανο

είναι δυσοίωνο, δεν υπάρχει για να αρέσει
δεν είναι για άλλους. δεν είναι ούτε μια κίβδηλη απόπειρα αυτοκτονίας 
οι νότες άηχες ξεψυχούν μέσα στους θρίαμβους της μαύρης κόρης του οφθαλμού

παντού σημεία πέρα απ' τα οποία βρίσκεται σε άλλο χώρο
σημεία καμπής - για άλλους τρόμος για εσένα λύτρωση που κάτι σε εφνιδίασε

μετράω με τους παλμούς μου τις όμορφες λέξεις που ειπώθηκαν
και με δύσπνοια τις προφέρω στις ασθενικές κόρες με τα άσφαιρα
που εκλιπαρούσαν για το θάνατο στις εκκλησίες

οι φωνές μου μιλάνε στα σφαγμένα ζώα
και τους λένε 
πως τίποτα δεν στέκεται από μόνο του
πάντα από πίσω κάτι πρέπει να το στηρίζει
και από πίσω ένα άλλο
κι όλα περιμένουν από κάτι αυθύπαρκτο να τα δικαιώσει

κι αυτό το αυθύπαρκτο εγώ στη μήτρα του ερέβους
με γογγυσμένο σπέρμα και μισό μυαλό
να γρατζουνάω, να γρατζουνάω 

να γρατζουνάω λυσσασμένη χαιρετάω τους ανθρώπους
ελίσσομαι σε δίδυμο ερπετό, σε ανάστροφη γη
περιστροφική φυγή όπου όλα φεύγουν και εκκενώνουν και πάλι κάπου ξαναεννόνονται
διαβολικά, συμμετρικά, με μητρικό γάλα, με ασβέστιο
με αντικαταθλιπτικά, με σχιζοειδείς φίλους, που τελικά είναι οι ίδιοι 
αλλά αυτοί είναι πάντοτε σαν φίλοι

ποτέ δεν είμαι εγώ, πάντα είναι οι άλλοι οι διεστραμένοι ποτέ εγώ

εγώ στην κλινική, εγώ δύοντας το πρόσωπο λέω την πιο ακατάλληλη λέξη

κανείς δε θυμίζει τα λείψανα του πρώτου ανθρώπου που αναμύχτηκα
η ανάμυξή μου ξεκολλάει και μεταγγίζετε σε πρόσωπα, πρόσωπα ξένα, πρόσωπα 
τόσο οικεία σχεδόν τρομαχτηκα, 
η λέξει κλαίει μελανιάζει το απόσταγμά της
είμαι ένας κοινός φίλος απ' αυτούς που συνηθίζουν να πέρνουν μορφές γύρω μου
η φύση μου τεντωνεται στην όψη άλλων
οι άλλοι με στραγγαλίζουν αλλά δεν είναι καν αυτοί
δεν υπάρχει κανείς στο χώρο ούτε καν ο αέρας, ούτε η μιμιτική μου ικανότητα
ούτε η κίνηση των χεριών μου όταν με διώχνουν απ' το σώμα μου

η μορφή μιας φυγόκεντρης πεταλούδας
η μάνα του σύμπαντος είναι παρθένα
η πιο φουσκωμένη κοιλιά τρύπησε μέσα μου
τρύπησε και κάθε ένα έβδομο του δευτερολέπτου όλα πεθαίνουν στο μυαλό μου
κομμένο / ραμμένο π ερίτεχνα σ' έναν πυθμένα χωρίς νόηση
η αηδειαστική νοηματοδότηση των πλήκτρων στην κλειτορίδα του χρόνου φταίει
τα πλήκτρα γεννούν πλήκτρα κι άλλα πλήκτρα γεννούν κι άλλες κλειτορίδες και
κλειτορίδες
κι ο χρόνος αυνανίζεται βουβά κι αποφθευγατικά λέει πως περνάει 
ο χώρος μυρικάζει τα υγρά - σιγοκαίγομαι

είμαι ένα μολυσμένο δάχτυλο σ' ένα παιχνίδι που δεν ορίστηκε ακριβώς

μένω στεγνή μετά την τελετουργία /  μένω στεγνή ξαπλώνω στο πάτωμα
σκοτώνω ένα μικρό σκαθάρι
σκοτώνω και μετά νιώθω κρύο στα μπούτια μου / είναι η τροχιά ελλειπτική, αλλά 
δεν είναι αυτό που λείπει απ' αυτό που πάντα έλλειπε για να λείπει
-γελάω-
μασάω ένα φουστάνι, φουστάνι όμορφο από ύφασμα ακριβό
φουστάνι από παλιά δικό μου ξεθωριασμένο / φουστάνι πριν από καιρό / ήταν μια 
όμορφη γυναίκα 
πριν από καιρό χωρίς φωνή έλεγε πως θα πεθάνουμε και γέλαγε καθώς 
την ξύριζα εκεί στις φωνητικές χορδές της / γυναίκα διαβολική
κοιτάζει μέσα από ένα κορίτσι που τρώει τα νύχια του

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

ο ποιητής μινόταυρος
παίζει με τα στάχια του
στο λαβύρινθο

κι όλο κοιτάζει
τον θησέα να έρχεται
κι όλο έρχεται και τον σκοτώνει
ξανά και ξανά
κάθε φορά που κάποιος
εξιστορεί το μύθο

μα δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν
ο μινόταυρος

αλλά γιατί έμεινε στην ισορία
ως τέρας;

εγώ τα είδα

τα στάχια του
σχημάτιζαν
πληγές

κοιτώντας ένα νεκρό ψάρι που δεν ξεκολλάει απ την παλάμη μου

είναι μέρες που δαμάζω τον θάνατο σαν κάτι απρόοπτα δικό μου
και είναι μέρες που κινούμαι γύρω απ το σφαιρικό κλουβί
που πάντα περιέχει το ομοίωμα ενός κουλουριασμένου άντρα

η φωνή μου πάλλεται σε συχνότητες μεγάλων σιωπών
που ανακυκλώνουν το σώμα μου σε λέξεις

όλη μέρα ξεβράζω θαλάσσια κήτη
και μετά
τα μνήματά τους στο δωμάτιο
ραντίζω που και που με λύσσα
ενώ ένα ένα ξεκολλάνε τα μέλη μου
και τρέχουν μακριά μου
μα ποιος έδωσε πρόσωπο στη σύγχυση;
ποιο αναλγητικό νανουρίζει καλύτερα τα βράγχια;

ένα αιδοίο θηλυκής αμοιβάδας
ρουφάει αργά τη σπονδυλική μου στήλη
μένω αναίμακτη όσο και λάγνα
στο κατατονικό περίβλημα του δέρματος

έχω χέρια που μασάνε κοράλλια
χέρια μιας χρήσης
και χέρια για να γαργαλάω τους μελλοθάνατους ήχους 
που αφήνει το μπλε καθώς νυχτώνει
χέρια για ξεκοκάλισμα και χέρια νόθα 
βοηθητικά στη μετενσάρκωση, σε περίπτωση βλάβης

η αυτονόητη γέννα του φόνου
ντύνεται γυναίκα και με αγκαλιάζει 
γίνομαι συρμάτινη και της τσιμπάω τις ρώγες

παίζουμε ένα παιχνίδι;
ένα μνήμα για σένα ένα για μένα
μου λέει και αρχίζει να κλαίει στα ψέματα
έχω κολλώδη δάχτυλα εδώ και μερικά λεπτά
μετράω τους πολυελαίους στο πρόσωπο ενός κτήνους
αυτός που φωτογράφησε το βλέμμα μου μέσα απ' το ενυδρείο
αυτοκτόνησε, μόνο αυτό τόνισαν στις ειδήσεις των οκτώ


το ψάρι μου αρχίζει να αποκτά πολλούς μαστούς
κι όλο με ρωτάει αν θα το βυζάξω
αλλά δε το νοιάζει αυτό

το λέει
γιατί νομίζει ότι μετά θα το πνίξω



Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

η μικρή

πεταξε
μακρυα
ο ακροβατης δεν ισοροπει πια
εβγαλε φτερα και εφυγε
και πηγε ψηλα στα αστερια
αλλα του ειπα να μην παει στο φεγγαρι γιατι θα ναι μονος



οταν εφυγα απο το οπλο ειχα πολυ ταχυτητα
και την πλησιαζα
πολυ..
και οσο την πλησιαζα με κοιταζε
νομιζα οτι θα κρατισει για παντα
ηταν τοσο ωραια
της ειπα οτι θα σκοτωνα αλλα μου πε οτι δεν φταιω εγω
με κοιταζε στα ματια
και πηγε να με αγκαλιασει
και οσο πλησιαζα μυριζα το αρωμα της
στην αρχη δεν μου κανε εντυπωση
αλλα μετα μου αρεσε
και ηθελα να πλησιασω και αλλο
την ειδα χαμογελασε
εστω για λιγο χαμογελασε
και νομιζα οτι μεθυσαμε μαζι
αλλα τελικα οχι
το οπλο αστοχησε
περασα διπλα της
δεν την αγγιξα νομιζω
μπορει λιγο στον λαιμο
αλλα εφυγα
και εφευγα συνεχεια
και την εβλεπα να χαμογελα σε αλλες σφαιρες
και αραια και που να κοιτα τα αστερια αλλα οχι το φεγγαρι
της ειπαν το φεγγαρι ειναι πολυ δυνατο αλλα μαλλον την κοροιδεψαν
το φεγγαρι ειναι το καταφυγειο των νεκρων
και αυτη ειναι περα για περα ζωντανη
την ειδα
την πετυχε μια αλλη σφαιρα
διανα
και ειναι χαμογελαστη
κατι πεθανε ομως
δεν ξερω τι
ειμαι πια πολυ μακρυα για να δω
παντως ειναι χαμογελαστη


μου την γνωρισε μια μερα καταλαθος ενας βουβος
με πηρε τηλεφωνο και ακουσα οτι ειναι η καλυτερη του φιλη
αλλα εκανε λαθος
μαλλον ειχε ξεχασει ανοιχτη την τβ
και κει που μιλαγαμε μου πε ξαφνικα
ειναι ψηλα
θελω να τον φτασω αλλα ειναι ηδη πολυ ψηλα
εκλαψα
ειχε πεσει και δεν ειχα χερι
ηταν κατω και γω κοιταζα
και η αλλη φιλη του γιορταζε
ειχε επετειο με τον θανατο
ενας χρονος λιγοτερος
και ομως το γιορταζε και το χαιροταν


της επεσε απο τα χερια
το κραταγε γερα ή ετσι νομιζε
αλλα κοιταξε εμενα και της επεσε
και τωρα αντε να το ξαναφτιαξει
το περιμενε καιρο
και το ηθελε σαν μωρο
αλλα της επεσε
ισως δεν της το δωσε καλα αλλα δεν εχει σημασια
αντε να το μεταφερει τωρα
και εσπασε τελικα?

η νυχτα δεν πεφτει στην αθηνα..
μονο αναβει
αναβει μεχρι να την σβησει το φως του ηλιου
αλλα εμεις θα κλεισουμε τα ματια
χωρις ψυχη
θα κλεισουμε τα ματια
πρεπει να αυτοκτονησεις λιγο πριν την ευθεια
ειδες?




είδες που σου λεγα ότι είσαι μικρή
ή δικιά μου
ή και τα δύο?

ένα δευτερόλεπτο πιο κάτω κι έπεσες
μέσα μου ή ξόφαλτσα στη νύχτα
το πρόσωπό σου είναι το φεγγάρι
αν και τα χαλάτε λίγο στο μέγεθος
το μέγεθος πάντα είναι ευμετάβλητο 
εκεί που νομίζεις ότι πέφτεις στο μεγάλο το κενό
όλα τόσο μικρά σου εναντιόνονται
μέχρι πού φτάνει το κενό
και γιατί να είσαι γυναίκα;


είδες που σου λεγα ότι είσαι μικρή
ή δικιά μου
ή και τα δύο?

ο ακροβατης τελικα επεσε
εσπασε το σκοινι με τα φτερα
και εβγαλαν αιμα
πολυ
αντιο
ευχαριστω
συγνωμη

καλωδιωμένη

-μες το μυαλό σου ειμαι;
-γι αυτο εχω πονοκέφαλο.


Ι

οι έλικες γυρνάνε
τροχοπέδι των αστείων
μορφασμών σου
φοίνικες,
παντού στρατός εξαγριωμένων λύκων
ξέχασε τα πρόσωπα
είναι θωλά κι αόματα
ζητούν ασβέστη
τρέφονται από σάρκα
φύγε!
η ρυπογόνη κόλαση σε χαιρετάει
απομακρύνεσαι απ' το εγώ
ανάλγητα
σχοινιά χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο
παρατηρεις
τη γκρίζα μορφή
περιπλανόμενος φονιάς
με χέρια θεού
και νύχια τσιγκάνου

ΙΙ
επάνω στο λευκό μελανιασμένο δέρμα μου
εφάπτεται η οριζόντια θλίψη, ακέραιη λόγχη
στις νοητές απειροστές ευθείες που ορίζω
υπάρχοντας προκαταβολικά, στο χώρο.

ΙΙΙ

περιστρέφω γύρω απ' το μπουκάλι
με τα δάχτυλα
ένα κέρμα

περιδίνηση στην άγρια πόλη
με τους άνευρους θεσμούς της

έξω κάνει ζέστη αν και έβρεξε
είναι επειδή
προσπάθησα να συμφιλιωθω
με κάτι

IV
οι άκρες των καλωδίων μου είναι γυμνές
με αυτά τα μπλε και κόκκινα συρματάκια τους
σε χαϊδεύουν
ηλεκρίζονάς σε

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

νερά

τι είναι αυτά τα μικρά νερά που σχηματίζονται πάνω μου
μοιάζουν με κρατήρες από υγρασία
όχιο υγεία υγρία υγρόφυρτη στραγγισμένη με σφουγγάρι ψεύτικο
νωθρό
δεν είναι πια πορτοκαλί το χρώμα στα μαλλιά μου
ούτε οι ουλές μου ρόδινες
μακριά με χέρια να σχηματίζουν τα ξενύχτια μου
τα επόμενα, τα πρόχειρα
κατασκευές από μετάξι, από πηλό
παίρνω ταξί για ναυαρίνου δεν αντέχω να περπατήσω
αν συρθώ μέχρι τον κάδο ανακύκλωσης
μπορεί να εισχωρήσω σε κάτι απρόοπτα μπλε
που είναι / είναι ένα μικρό ψυχιατρείο
ή ένα ενυδρίο που μόλις έκλεψα από να ψυχιατρείο
με λεκιάζεις με μνήματα δράκων
δυσ-τοπία, έμαθα να λέω λέξεις από σίδηρο
να φτύνθω φθιάφι σαν ξυράφι και μαι λέξη από τοξίνη
τόξινη μελαμίνη
δίνη
χύνει
με λυγμούς μια πόρνη
φτιαγμένη από φίλντισι
ξεσκισμένο πορτοκαλί πυχτό σαν βλένα
φυ-τρώνει
άτρωτη μελατονίνη και
αν μείνει
θα χει ξεχάσει τελείως το χρώμα της κίνησης
πριν αγοράσει αυτό το τεράστιο
φουστάνι από ουλές αγγέλων ή
βλέμματα παραπληγικών μαέστρων

-ζαβολιάρα.
-ζαβολιάρη
-ζαβή σαλιάρα
-θα σε βρέξω θα σε πιτσιλήσω
-με νερό;
-με νερό.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

στον Γιάννη Κοντραφούρη

κάτι μου λένε αυτά τα ψεύτικα χέρια.
κάπου πηγαίνουν όταν αυτό το ημίαιμο κορμί ακροβατεί.
ίσως αυτά ψιλαφίζουν τα άκρα μου όταν το σώμα αυτό βρίσκεται σε σήψη.
έχω χιλιάδες μαστούς να χαϊδέψουν
χιλιάδες αλαλλάζοντα πρόσωπα να σκαλίσουν
η σκονισμένη μου καρδιά με υπερβαίνει όταν υπνοβατεί αυτό το σώμα.

κάτι ψελλίζουν αυτά τα ψεύτικα χέρια.
για μια γυναίκα που δεν άγγιξα και λένε πως σέρνεται μέσα μου σαν την πιο
δυστυχισμένη πόρνη.
η γυναίκα που αναμασάει στοχασμούς και κάνει άγριο έρωτα με φθισικά έντομα.
ξέρει πάντα ποια έντομα να διαλέγει,ποια είναι τα άρρωστα έντομα.
τα πιο ανυπόφορα και αηδιαστικά, μόνο αυτά αφήνει να της τσιμπάνε την ξεβαμένη σάρκα.
μα δεν τα αφήνει να σπαράζουν για πολύ.
τα κρύβει μέσα σε μικρά υγρά μπουκαλάκια από στριχνίνη.
όταν η ώρα κομπιάζει και ντρέπεται και τα ρολόγια αυνανίζονται
και αυτά τα ψεύτικα γελοία χέρια, πλησιάζουν τους σάπιους λεπτοδείκτες τους
μαγνητικά και διεισδύουν ύπουλα και αργά σαν μητροκτόνοι παιδεραστές μέσα απ' το
στρογγυλά πένθιμο γυαλί επιβάλλοντας την ακινησία τους,
στον ύπνο μου μικρά παιδιά αγκαλιάζονται, και τα συμφωνιμένα μάτια τους
έχουνε ήδη στραγγαλίσει την μητέρα μου.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2015

στο ημίφως

έβλεπα το πρόσωπό της μέσα απ' το ξεβαμένο γυαλί
κι οργίαζε το μυαλό μου φθισικό και σκουρόχρωμο
όσο εκείνη εναρμόνιζε το παιχνίδισμα των μηρών της με το νέκταρ
του μυαλού μου

βήματα ελαφρά και ξυπόλυτα
μές τη σιωπή που σκούζει όταν λύγιζε τη μέση
μ' ένα λευκό πανί σκέπαζε στο ημίφως το πρόσωπο
και γέλαγε ισχνά και κάπως καταραμένα
μέσα απ' τα προβολικά της δάκτυλα
μου έδινε αργά και απαλά τους χυμούς της

έκλεισα σφιχτά τα μάτια καθώς άνοιγε τα χείλη
μέσα στον υπόκωφο χορό της διέκρινα τα όπλα του θανάτου
περίστροφα, αυτόματα πολυβόλα και μικρά μωρά με μάτια φλογοβόλα
όλα στη μήτρα της περιέρρεαν κάτι ακατονόμαστα γόνιμο
και ακανθώδες

"δες με" κοιάζει μια στο ένα μου μάτι μια στο άλλο
"δες με όπως θα κοίταζες το πρώτο σου ποίημα
μετά από χρόνια
πλησίασέ με σαν ηχώ στο πρώτο της άκουσμα
μέχρι να αρχίσω αργά να πάλλομαι
μέχρι να μην ξεχωρίζει ο ρυθμός απ' τα κορμιά μας"

τα καλειδοσκοπικά σχήματα την έκρυψαν
κάπου στο πιο λυκοφωτικό σημείο του δωματίου της
έσφιξα με τις παλάμες τα σεντόνια σχεδόν αγκομαχώντας
και βρίζοντας οι κόρες των ματιών κατεβασμένες
κι εκείνη ακόμα να γελάει παράφορη, γυμνή και τόσο αφόρητα
ηδονική, που δίχως καν να την αγγίζω
έτρεμε

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

4:21 στο κρεβάτι του μεσονυκτίου παρέα με τον ήχο του σκουπιδιάρικου / θυληκή και λίγο κοκκαλομένη

παράδοξη γη με εκμηδενίζει σε υπόστεγα
τι δεν καταλαβαίνεις;
στέκομαι και κοιτάζω
=-2υ;ςδΨ]Ζ
 μέχρι οι λέξεις μου
ΝΑ γίνουν σχήμα
που τινάζεται ελαφρά
΄έχει στο ένα χέρι έναν πομπό
κι ακούει συλλαβιστά τις μικρές ώρες
πώς πεθαίνουν τα φίδια
και ΄πώς αντικατοπτρίζονται οι
άνθρωποι σε παχύρρευστα υγρά

κι εγώ
κάθε φορά να προσπαθώ
να σου εξηγήσω με λόγια ανθρώπινα
αυτό τον ύπουλο κόμπο στο στομάχι

κάτι ζει εκεί μέσα
πέρα από τροφές, αίμα και κυτταρόπλασμα
κάτι ανασαίνει χωρίς εμένα
ανεξάρτητα απ' την υπόταση ή την
υπερφίαλη συνήθεια της σκέψης να
κουράζει,
ςσοφιςσπ=-ρςδ[]

φύγε.
αυτή τη στιγμή ο ύπνος πέθανε κι ο θάνατος κοιμάται
ωραία,
έχω χρόνο
να με επανεφεύρω.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

έχοντας σκοτώσει το ερμαφρόδιτο παιδί των φόβων



η πλήξη με σχηματίζει
περιμετρικά
μεταγγίζοντάς με σε υπόλοιπα σκιάς
ή γονικλισία.

πλεσιώνομαι από υγρά παραμορφομένα
πρόσωπα
αχρηστεύοντας πια τη φωνή
που παίζει με τα ερειπωμένα κεφάλια
των νώθων σπασμών μου

το δέντρο στην πλατεία
δε με φοβίζει πια
θέλω να ζήσω πάνω απ' τις
λέξεις
δεν με φοβίζουν πια
τα χειλικόληκτα "θα"
θηρία που δαμάζω
με την απόλυτη παγερότητα
του μαθηματικού
ή του δολοφόνου

ξέρω, πώς μέσα απ' τη
διάνοια, αιωρείται το φως
μιας ηλίθιας τρέλας που ανασαίνει πρόστυχα.
θα την γιορτάσω
με επιφωνήματα παραληρηματικά
που θα με διώχνουν απ' τη φωνή μου
όσο θα τρέμω ηδονικά
ξεσκεπάζοντας φυγόκεντρα και εκκεντρικά
την άγρια νιότη της αυτοκατάρρευσης

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

όταν με ρωτάνε "τι κάνεις;"

-τι κάνεις;
-παρατηρώ την δαιμόνια ακινησία στα καλοθρεμένα στήθη του θεού!
κι όλο κάτι δαμάζω διάολε
με την αναλγητική εγκράτεια του δολοφόνου
και την φλεγματική χάωση του εμπρηστή

δευτερόλεπτα, παύση, δευτερόλεπτα
κι όλο το κουράζω διάολε
έχω καταστρώσει το πιο ευρυματικό σχέδιο
θα μπορούσα να έχω καταστρέψει τον κόσμο
μα μόνο το μυαλό μου διαλύεται
έτσι βάναυσα και απειλιτικά στον τοίχο
ξύνεται και βγάζει βλέννες και γεωμετρικά σχήματα
ανάμεσα σε κατάκοιτους βοηθούς νοσοκομείων
και φωσφοριζέ μολυσμένες πατερίτσες

θέλω μια εικόνα, διάολε
μια εικόνα να ουρλιάζει μες την ακινησία της
τη σκέψη μου
κι όλο να υπόσχομαι στο θεό πως κάποτε θα λύσω το γρίφο
της γυναικείας παραφύσης μου

feel like an alien

για την Γιουδήθ

σε βλεπω μεσα απο το κατοπτρικο μας κελάρι
πώς νιώθουμε την παραφορά του αναλγητικού σπασμούσε σκέφτομαι
χάνομαι μεσα στην δινη του εντός μου θρήνου
πώς αναμετρόμαι με τις ορέξεις του μυαλού
έχοντας πάντα την αυτιστική αμετανόητη συχνότητα των νόθων παρεκκλίσεωνκοίταξέ με πάλικοίταξε με.
τα λογια μου δεν εχουν καμια σημασια
πλανιεμαι στο κενο και σ αγαπάω
λέμε, ολο λένε υπομονήκι η εμμονή του θωρακισμένου μας καβουκιού υποκλίνεται σε μια ανώτερη μετενσαρκωμένη γεύσητου νου,
δεν αντιστεκομαιαπλά σε βλέπω και σε κοιτάζω
και τοσο επίμονα σπαράζω που δεν με νιωθεις πιαδυσκολα.... πολυ δυσκολα θα ηρεμησουμε
 δεν ηρθα για να σου πω αισιοδοξα λογακια και τρυφερα
μονο ηρθα να κλωτσησω τα εκτοπισμένα σου προσωπάκια
ένα ένα στη σειρά να τους δωσω λίγη φυγόκεντρη φωνήδεν μποροώ να σου μιλήσω αλλιώς με λεξουλες καθημερινές και όπως μιλάμε στο τηλέφωνο, στο τηλέφωνο
ειμαι σαν να βγηκα απο τηλεοπτικο σόου και μέσα από δεκαπέντε χιλιάδες μάσκες προσπαθώ νασε πείσω να νιώσεις "καλά"δεν εχω τροπο ούτε λογο να υπάρξω διπλα σου
όμως δεν θελω να μου εξαφανιστείς και να χαθεις στο ανακατεμένο παραλήρημα της σκιάς μας
της σκιάς όλων των ανθρώπων σαν κι εμάς που βρίθουν από ανασφάλειες και πόνο

σ αγαπάω με τον παράλογο τρόπο του υπαινιγμού
της αποτεφρωμένη ευφυίας
και της ταύτισης των αντιθέτων.

όπως και να χει
ακόμα κι αν ξεψυχίσουμε σε ξεφτισμένα μπαλκόνια
με μονη μελωδία την ξαφρισμένη μας ανάγκη για γελοία συναισθήματα
αγάπης και την καταστολή των λάθος τοποθετημένων μας χρόνων
η ψυχούλα σου βουλιάζοντας στο όριο των λυγμών μου
θα ναι μονάχα κάτι παραστρατημένα λόγια
που κρατήσαμε για πάντα στη σιωπή
η μια της άλλης.

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

κοίτα
στον πόνο
 και στο χρόνο
δεν μπόρεσα να ενδώσω μόνο

όλα τ' άλλα τα κυκλώνω
με μαχαίρια

κόρη των μεγενθυντικών ωρών

είπα να πω αντίο στους πατέρες μου

και βούλωσα μέσα στη μεγάλη ενατένιση του χρόνου
-από μακριά-

πλύθηκα με καυτό σπέρμα και αναγεννήθηκα
τα λόγια μου δεν είχαν υπόμνημα μέχρι την μεταστροφή των όγκων σε φάρμακο

από το στήθος μου ως την μετάλλαξη των αερίων σε φωτοκύτταρα
στα κύτταρά μου στάζει η παραφροσύνη των ωρών
η άθλια ευφροσύνη των τσαλακωμένων πιθήκων

βρίσε με
προστάτεψέ με

έχω ένα μεγάλο σπάνιο στολίδι από τους τάφους των παρακρατικών
με νόημα κοιτάζω τον πομπό του ραδιοφώνου
"άη με σύγχυσες νυχτιάτικα"

έλα, θα έχει πλάκα θα πάμε στα σύνορα
όπως τα εφήμερα γίναν ασύμμετρα και τα ηλίθια μνήματα
μέσα σε θάλαμο πορνό ασθενοφόρων και νοσοκόμες να κάνουν κακά τους
σε γιογιό από μετάξι.

από την πόλη θα σε βγάλω
σκούπησε τα μάτια σου να με σε βλέπουν
να μη σου φωνάξουν στο τρένο και όρμησε, παλουκώσου δίπλα μου μ' ακούς

έχει ωραίο ήχο το μετρό όταν σβήνει
και χανόμαστε στο χωροχρόνο
μίλα μου

και μην μιλάς ταυτόχρονα
 φύγε

και μείνε παράλληλα πιστός στον εαυτό σου

ζήσε
και την ίδια στιγμή αγκάλιασε σφιχτά το κενό μου τοπίο
με σπασμούς -απ' αυτούς που σερβίρουν στα οικοτροφεία-
τίναξε το καταπονημένο σου μυαλό

όσο προτείνω την αντισύλληψη
άλλο τόσο τείνω στη σύλληψη
της ιδέας μιας άσκοπης γέννας.

Κι εντροπία


δεν βρήκα κέντρο μέσα μου

 μόνο κεντρί και

ντρο-

πή.

δίκοπα ήταν όλα


μέσα στην ακούσια ανακοχή των καβουριών
μέσα στη φρίκη και στο άγγιγμα του κτήνους

φορέματα ανίερα των διχοτομημένων μας προσώπων
φωνάζουν με τον ίδιο τρόπο που κοιμούνται

αυτοί οι κράχτες του άψυχου γεννεαλογικού μου δέντρου
διείσδυσαν με την απόκοσμη φωνή του λογικού μου κέντρου

πάντα με τη γνωστή κραυγή στα παραπλανημένα χείλη
θα συρθώ λίγο πιο μπροστά από το θάνατο

[όσο υπερέχω από βραχνιασμένα σου επιφωνήματα

χρειάζομαι μια αιτία ή μια αρτηρία να διαλύσω]

κουτσαίνεις ρε μαλάκα



επισκόπηση στο νου
ή μάλλον στο κεφάλι
για την οριζοντίωση των λιπόθυμων θυμών
των φρύνων
ζητάω παρέκκλιση από τα εντόσθια
των περίλυπων μανάδων
περιεργαζώμενη την φρίκη των ελιγμών
και τη σήψη των άδειων σωμάτων με τα ρούχα μου
αυτά τα φθηνά αεικίνητα ερπετά μου δαμάζουν την ψυχή
-πάντα-
μέσα από ντουμάνια νταβατζήδων
και παραβολές
σκόπιμα ανταλλάχτηκα με τη φυγή για μια παρτίδα σκάκι



Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

narc

έτσι όπως
πετάγονται οι βλέννες
σ' έβλεπα
μέσα στη σκοτοδίνη, να είμαι εγώ για μια στιγμή
κι ύστερα να χάνομαι
διπολική λέει; ψύχωση λέει;
αρρώστια πάντως σίγουρα στα κύτταρά μου
να γαμιέμαι με αγνώστους και να υπάρχω μόνο ξεχωριστά απ' τους πολλούς
τι έπαρση!
γελάω εε
μη με σκοτώσεις ακόμα
δες, δες το στήθος μου πως πάλλεται να ξεφύγει απ' την ορμητικότητα του νου
με διαπερνάει
πετάω, νιώθω το κορμί μου σε κορύφωση
-μη φύγεις!-
φύγε, τρέχω, βιάζομαι, περνάω την αποτεφρωμένη κοιλιά σου
και σπάζω, σε βλέπω και νεκρώ και κοιτάζω
τα αίματα ακόμα νωπά
μια αναστάτωση μια εξομάλυνση ωρών δευτερολέπων
καταλαβαίνεις
το ξέρω πως καταλαβαίνεις
μην κάνεις το χαζό
το ξέρω πως με νιώθεις
πες μου ότι με νιώθεις
χάος]\χάος
πονάω με τόσο χάος, με βιάζει το χάος
συσπώμαι και καίγομαι χωρίς ευθύνη
καίγομαι, εκστατικά γεμίζω ολόκληρους κουβάδες με χύσια
απ' την ορμή του προσώπου μου να καταλάβει πώς λειτουργεί το σύμπαν
μη
μη φύγεις, μείνε
μείνε.
θέλω να σε βλέπω και να χύνω χωρίς να κάνει τίποτα, τρέλα
τρέλα
τρέλα
αναρρίχηση σε ανομοιόμορους εγγενείς πόλους
μυστικισμός, αφυδάτωση, τρέλα, φοβάμαι
νιώθω αστείρευτη οδύνη για τα παράξενα λόγια μου
θα θελα να υπάρξει μια γλώσσα να μιλήσω
όπως οι κεραυνοί μιλούν με τη δικιά τους γλώσσα
φύγε
τρέλα
ασυνάρτητε θεέ των συναντήσεων, σε περιμένω
κραυγή και χύσι μαζί, σε μια εξομάλυνση των συνθυκών, αλλάζω πρόσωπο πάλι
πάλι
πάλι
πάλι αυτή η καταραμμένη εναλλαγή, τρέμω, τρέμουν τα πόδια μου
θα θελα να μουν μαμούθ
να μην χρειάζεται να τρέχω και να χω μια μεγάλη προβοσκίδα
συγκομηδή οργίων
πάρε την αμοιβή σου πόρνη, θέλω να σε φτύσω στα μούτρα πόρνη!
να σε κλωτσάω μέχρι να ματώσεις και να τρέχεις από πίσω μου

ναρκώνομαι
ναρκώνομαι
νάρκωση
ναρκοπέδιο
ναρκαλιευτής
το γάμησα.

πιωμένη

γουστάρω εγκεφαλικό σεξ
με αποσυναμωμένη θύελλα γνώσης και λύτρωσης
εη, ποιός κάνει πλάτες στην αλήθεια μου;
παραμορφωμένα αγγεία ξενυχτάνε
μόνο και μόνο για να με κάνουν να νιώσω καλύτερα
τι θέλουν από μένα
διώξε με
φύγε, ρε μαλάκα απ'' την σιγή των ημερεύσεων
έλα να αλλοιώσουμε τις γνώσεις μας
να σε γαμάω σαν χορδές σε παράδοξα ακόρντα, νέφτι και ναφθαλίνη
τελικά η ιδιοφυϊα μπορεί να σε καταστρέψει
φύγε παρανοϊκέ ευνουχισμένε σκίουρε
διώχνω τα παραπλανημένα εγώ με μαθηματικές οντότητες
που μέσα στο κεφάλι μου εκφράζονται με απόλυτη παγερότητα
και έχουν λογική
φοβάμαι να αποσαφινίζω
γουστάρω εγκεφαλικό ενδιασμό
ψιλάφισέ με ορίζοντας απρόοπτα δυναμικά σχήματα
και λέξεις λέξεις λέξεις
τόσες που το ανθ΄ρωπινο μυαλό σε απαγχωνίζει
ΘΕΕ
δεν μπορώ να μιλήσω
τ σώμα μου φρακάρει απ' τις νευρώσεις
εγκεφαλικό lag-γελάω
γελάω τόσο δυνατά που σπάζω ολόκληρη
ΘΕΕ
φτύνω το δέρμα μου κολλώντας σύφιλη τους παντογνώστες τον εχθρών
νισάφι
(νύστα, η όρεξή μου νυχτάζει πάλι)
αιωρούμαι σε κάτι απρόοπτο μου με καταπίνει μαινόμενο
μάχομαι
διάλυση, ΘΕΕ, διαλύομαι
στείλε τους φόβους μου σε mail ή σε τηλεγράφημα στους παντογνώμονες αγγέλους σου
με χάρακα και διαβήτη θα σε διχοτομήσω ΘΕΕ
με τις ασύμβατες λέξεις μου δώρο στο υδρόθειο που καίει τον ύπνο μου
και βγάζει τα όνειρά μου απ' την πηρά την αναμάρτητης αφόρητης κόλασης
Ω
μέσα μου φλέγονται τα μονοπάτια των τρελών
και
σκάω!
σκάω,
νερό
νερό, φωνάζω, έεεεεελα, που τόσα χρόνια σε περιμενα να μου ζεστάνεις την ψυχή
σφαδάζοντας υπακούω στον πατέρα ουρανό
μεταμεσοχύχτια νυστία και με καυλώνεις όταν μιλάς στο μυαλό μου
βήχω παράφορα έρχομαι πάνω σου και τρέμω τρέμω πάλι
έλα, πάλι, ζωρίς καμία υπόνοια για το ποια είμαι
κια ποια μπορεί να υπήρξα στη δεκαετία των ατελειωτων εκσπερματώσεών σου
ΈΛΑ
θα σε ευλογίζω με την ασυναρτησία που κοχλάζει μέσα από φτερούγισμα ζώων
έχω αποδεχτεί ότι με δέρνει μια κηδεμένη και αγιάτρευτη τρέλα
έλα.
κάνε με να υπάρξω έστω και μόνο όσο κρατάει μια εκσπερμάτωση
ματώνω
φεύγω

η ιδιοφυϊα με στέλνει στο διάολο και το γλεντάει
αλύπητα και υπόκωφα με ανασταίνεις
λίγο πριν το ξημέρωμα
 

μες τη δίνη

γαμιούνται
τα ερμαφρόδιτα
εγκεφαλικά ωάρια
μπαίνω σε σήψη
αγκομαχώντας ανυπέρβλητα για τα καυλωμένα αγόρια του άγριου ξημερώματος
πόσα ποτέ χωράνε σε μια πρόταση ή σ' έναν αφαλό
προστάτεψέ με
φύγε απ' την κίνηση των ωρών και των παραισθήσεων'
ΤΡΕΜΩ
ρε μαλάκες τρέμω
φύγε, έλα και άγγιξέ με
και φύγε φύγε!
βρώμικη πληγή σε χέρια αγρήκων
τα παρατεταμένα Εγώ και οι σαρκοφάγοι παρατηρητές των ορίως
του σύμπαντος
με περιπλέκουν
σ' ένα χορό εκστατικής αφέλειας και ενορχήστρωσης των πάντων
φλέγομαι δίπλα μου κατοπτρικά
μη, μην αγγίζεις τα φαγωμένα χείλη
όσο θα στέκομαι παράλυτη απ' τον πόνο και την ηδονή
που παρατήρησα τα φλογισμένα δάχτυλα
ΠΑΡΑΛΥΣΗ ΡΕ ΖΩΑ
δεν αντέχεται η παράνοια, μέσα σε νήματα τρομαχτικών αιωνιοτήτων


δεν υπάρχω
δαγκώνομαι, ξαναδαγκώνομαι
κοιτάζω το ζεστό καθρέφτη
με βλέμμα που καρφώνει την ενόρασή μου
χάνομαι
χάνομαι
χάνομαι.

θέλω να με βλέπουν
μέσα από κατοπτικά γυαλιά και σύρματα να μου ματώνουν το κεφάλι
θέλω να με βλέπουν
να χάνομαι οριζόντια κάθετα
να κρατιέμαι στον ατμό των παρορμήσεων και των σφιγμών
είμαι καλά.
ουρλιάζω στις πλατείες πως είμαι καλά
και μια ανεξήγητη έπαρση και κόμποι μου γεμίζουν το στομάχι

φάτε με ρε ζώα,
ξεπαστρέψτε ότι έχει απομείνει από μένα
στα πιο ανώδυνα συμπλέγματα φωτός και κίνησης
απορριματοφόρα θα με ξεβράσουν
δεν με ελέγχω απ' τους σπασμούς και την ατέλεια
λιώνοντας νωχελικά στην πιο αδέξια
νάρκωση
του χρόνου

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

όσα τα παραστρατημένα εγώ μου είπαν

ανάθρεψα σε οικοτροφεία για παραμελημένους αγρήκους
το ίχνος της απλιστίας μέσα μου
για αίμα, τρέλα, καύλα και ποίηση.

ακόμα αγκομαχώ να με κρατήσω στέρεη
στη γη που με ορίζει, με αφοπλίζει
απ' τη συνείσησή μου την πάγια
φοράω το λευκό δέρμα ενός απάνθρωπου κτήνους.

ποδοπατάω τ' αγκάθια στην αυλή μου και γελάω παράλυτη
μέσα από σκάλες και παράδρομους
ουρλιάζω την ωπή της αποσύνθεσης
με μια ηλίθια φρικαλέα γεύση απ' το μελλοντικό κουφάρι μου.

θέλω να βγω
σαν φονική ανάμνηση κάθε φρεσκοπλυμένου μικρού ζώου
να φέρω σύγχυση στα κεφάλια των αγνώστων
χωρίς καμιά αιτία σέρνομαι αφουγκράζοντας
τα πέλματα των όντων και των σκέψεων
τα αποκυήματα, τα στραγγαλίζω.

τι άλλο ανίερο θα βρω να κάνω για να σπάσω αυτή τη σύγχυση
μες το κρανίο
που μ' ενοχλεί σαν παγωμένη λεπίδα
από ξερά φύλλα φτιάχνω το φόρεμά μου το πανάκριβο
κι ορίζω απ' την αρχή πώς θα πρεπε στ' αλήθεια να κινούμαι

ορίζω την κίνηση, αυτή η αποσαφηνισμένη ιδέα με εξουθενώνει
βλέπω τον αγέραστο φονιά της μνήμης μου να με σκοτώνει
με χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους
βογγάω και βελάζω σπαραχτικά
κάνω πως με βιάζουν, με γαμάνε
γλεντάω με τ' ασυνάρτητά τους λόγια
βροντάω τις νύχτες ατο άδειο μου σπίτι
να ξυπνήσω κάτι απ' την ασύνδετη αυτή σκέψη
τη φυγή να περιπαίξω με τα βρωμερά μου νύχια

δαγκώνω τη σάρκα ενός άντρα καθώς εκσπερματώνει
πονάω μαζί του και ενδιάμεσα
ματώνουμε μαζί και ύστερα πάλι αγγιζόμαστε
κλαίω γοερά κι εκείνος φωνάζει
παραληρεί για την τελειότητα του σώματός μου
καθώς το αγγίζω μ' ένα ξυράφι
χώνει το σπέρμα του βαθιά μέσα μου,
ώσπου να εξαϋλωθούμε απ' αυτό και απ' τα πάντα

η γλώσσα μου θέλει πανάκεια
κάτι απ' όλα όσα βλέπω θα πρέπει να είναι
με τον ήχο της σάρκας στο δίπλα δωμάτιο
αποκοιμιέμαι

είμαι στο τρένο και η μήτρα μου φλέγεται
ζητάω έλεος απ' τον οδηγό, απ' τους ξένους
καταιβαίνω σε μια στάση, σε μια εκκλησία κάπου στην έρημο
έχω παντού πάνω μου ουλές και ξεσκοισμένες σάρκες
η καύλα της φυγής με κυριεύει

το πρωί κοίταζα τα χέρια μου
νωχελικά με νοητή προσέγγιση τα θαύμαζα
τα είδα να βρίσκοται εκεί, μαζί μ' εμένα μαζί με όλο
τον περιστρεφομενο πλανήτη, και με γοήτευσε
αυτό το αίσθημα ροπής και εκκαθάρισης
σαν να μετάγγισα με δυό στροφές του νου
τροφές για ανυπεράσπιστους και τυφλούς μονομάχους.

νιώθω να ίπταμαι
σε καθαρά νερά κοιτάζω επίμονα το βλέμμα της
μια πεντάγραμμη μορφή με καταδικάζει
στον τρύπιο ήχο της αλόγιστης κι απατηλής ιδέας
της ζωής μου

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

συριγγα

έχω βαρεθεί να βλέπω συνέχεια το ίδιο και το ιδιο πρόσωπο.
σαν αναίμακτη μετάγγιση με διαπερνάει η άπνοια αυτού του προσώπου.
άλλαζα σχήμα περιμετρικά με γειωμένο βλέμμα και μαχαίρια στα μάγουλα, στάμπες
ή λιθοσκότεινα σαν σκαλοπάτια από βαριά περίστροφα, τα χείλη εκστατικά
και τόσο μόνιμα, με ικεσίες και σφιγμό, με άσχημα τραγούδια
ο πάταγος μου ρίμαξε τη γλώσσα και τους εκατό γιούς μου
η δίπλα φύση κάνει αγώνα δρόμου με τα ματωμένα πέπλα
μπαλωμένα σε υπονόμους χωρίς νόμους, σε λέξεις άνευρες
νωχελικά τρομάζω την αγρύπνια
και ο λήθαργος μοιράζεται στα δύο
σαν πόρνη κάνει έρωτα στο νου και στην ψυχή
ταυτόχροναοι
πιέζω τε τα χέρια αυτό το δύσμορφο παραμορφωμένο θηρίο
το πρόσωπο
με μια βελόνα με τρυπάνε οι διαχωρισμένοιν εαυτοί
έκαναν ανταρσία στο πρόημο παιδί των φόβων και των πυρωμένων αλόγων
και φεύγει, φεύγει προς το χάος η παραμορφωμένη μου φωνή
σέρνοντας κόσμους ασαφείς στα πλέγματα με άροτρα, φωνές,
τους σέρνους, σκλάβους και ομοφυλόφιλα κορίτσια με σπαραγμένα χείλη
τρέμουν, οι ανάποδοι Χριστοί των κοιμισμένων λόγχων
το σατανικό μου νανούρισμα
προς τη μητέρα της κραυγής και της μετάνοιας
με αλισοπρίονα κόβουν μέρη του εγκεφάλου και του σώματος
αφήνοντας μια υπόνοια τρυφερής ανάμνησης
επινοήματα άρρωστων παιδιών
από νοσοκομεία και σταθμούς με ανθρώπους πυρετικούς
και άνευρα κατασπαράγματα θνησιγενούς τρέλας
φόρεσα το μανδύα της πιο απάνθρωπης γης
αυτής που ιδεογράμματα φώτιζαν κρέμασαν την απελπισία
στο σταυρό
και μ' ενα νεύμα, σκότωσα χωρίς να αγγίξω καν τη Μητέρα
αυτή που πλάγιαζε τα βράδια με θηρία και τέρατα
τους έλεγε αστεία στο διπλανό δωμάτιο
πώς τάχα εγώ, η κόρη των σεισμών, γεννήθηκα τη λάθος μέρα
σε μια άτσαλα ορισμένη αναταραχή των συνειδήσεων
με τα μυαλά τους παραμορφωμένα με γεννήσαν
χωρίς να ξέρουν τι μπορούσε αυτό να επιφέρει
και πάλι συνομιλώ με τη νεκρή Μαμά -Παράνοια
και της ουρλιάζω πώς εγώ τη σκότωσα, εγώ με το ταλαιπωρημένο κεφάλι
πώς πρώτη μου φορά ήξερα τι έκανα και πού ανήκω
και ύστερα όλα γυρίζουν προς τα χέρια μου
οι κάμερες στρέφονται στα τρυπημένα μου μανήκια
και αρχίζω πάλι να ουρλιάζω μαδεν ακούω τη φωνή μου
δεν ακούω τίποτα
βουίζει μέσα μου η φρίκη την τρυπάω με σύρματα
ξανά με σύρματα το κορμί της παραπονεμένο μου ζητάει έλεος
έλεος! είναι μόνο ένα κουφάρι πια γιατί συνεχίζεις
γιατί γιατί γιατί
γιατί συνεχίζεις
να κουφαίνεσαι απ' την ασίγαστη παρόρμηση του νου σου
πρόσεξε! τώρα γυμνοί βγαίνουν απ' τις τρύπες του σώματός της οι άνθρωποι
μικρά μικρά ανθρωπάκια με σχισμένα μάτια, τυφλωμένα βγαίνουν απ' τ' αυτιά και το στόμα της
"μητέρα" λέω, "σε σιχαίνομαι", και συνεχίζω να τρυπάω και να ρουφάω το αίμα απ' τις
αρτηρίες, ποντίκια κι ερπετά βγαίνουν απ' τους πόρους του δέρματός της
τα βυζιά της είναι ηχεία, μεγάλα τεράστια ηχεία που ξεζουμίζουν και βγαίνουν
ήχοι απόκοσμοι
και απονευρωμένοι, κάπως στριγγοί
και όσο συνεχίζω να την ξεκοιλιάζω βγαίνουν, κι άλλα, κι άλλα όντα από μέσα της,
όλο και πληθαίνουν, κινούνται βίαια, λυτρωτικά, απ' τα νεφρά της βγαίνουν παράξενα όντα
πρώτη φορά τα είδα στη ζωή μου, μα δεν τα θυμάμαι καλά
ήμουν σε μεγάλο πυρετό, και μες τα μπούτια της κυλάει αίμα πυχτό, πολύ πυχτό σαν
να βγαίνει από πηγή αντί για νερό, λάβα, και μέσα απ' το αιδοίο τις βγαίνουν κορίτσια μικροσκοπικά
με ματωμένες μήτρες που στις μήτρες του έχουν άλλα κοριτσάκια πιο μικρά
και μέσα από τα μπούτια της βγαίνουν αγόρια, πολλά, με διαλυμένα μέλη,
αρπάζονται απ' τα κορίτσια και τους δαγκώνουν τα μικρότερα κοριτσάκια στις μήτρες τους
κι εγώ συνεχίζω να βαράω με λύσσα το κουφάρι
μέχρι να βγεί από μέσα υγρό πυχτό, ιερό χύσι και πορσελάνινα μέλη από κούκλες
τόσο πολύ που αναμυγνεύεται με το αίμα και το ξεπλαίνει, το αφοπλίζει
και τα μικρά πλάσματα, όλα χάνονται μέσα σ αυτό το υγρό
κι εγώ ανάμεσα στον οργασμό και την καταστροφή μου
σταματάω πια να ξεκοιλιάζω το κουφάρι
έχει πια γίνει μια άμορφη λευκή μάζα από κόκκαλα
έχω ταχυπαλμία αλλά ηρεμώ, ηρεμώ.....
ηρεμώ.

κάθομαι στο σκοτάδι και ψιλαφώ το αίμα στα μπούτια μου.
τα μάτια μου είναι κλειστά και τώρα μισανοίγουν, όμως δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα.
ψιλαφώ τα μπούτια μου, τω σώμα μου όλο, είμαι γυμνή.
νιώθω υγρά παντού γύρω μου, το στήθος μου βγάζει γάλα!
γάλα, παχύ λευκό γάλα κυλάει παντούπασαλείβω μ' αυτό το πρόσωπό μου
βάζω στη χούφτα μου γάλα και το πίνω.
ζαλίζομαι ακόμα, αλλά στις φλέβες μου νιώθω να κυλάνε
γάλα, και μέλι και ένας ρυθμός σαν νανούρισμα με τη μορφή φλέβας
μέσα μου
με παρακινεί να χαμογελάσω στον Πατέρα Θάνατο
και το γέλιο μου ηχεί στο σκοτεινό δωμάτιο και μου αντιγυρίζει
πιο βαθύ και πένθιμο
σαν γέλιο κάποιου άλλου.

δεν ήταν κανείς άλλος εκεί να το δει ή να το ακούσει
αυτό το γέλιο όμως είναι ραμένο πια στις φλέβες μου
και πάντοτε με διώχνει απ' τον κόσμο
σαν να μου μιλάει με απόλυτη στοργή και λύσσα μαζί
μου λέει "κάτσε και μάζεψε όλα τα μικρά πτώματα
απ' το δωμάτιό μου, και φύγε, φύγε, μακρία
να μην σε ξαναδώ."

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

σερβίροντας γλυκό του κουταλιού σε αόματους δρυοκολάπτες

τα δάχτυλα μου ακουμπούν πάλι την ταράτσα.
είναι μέρα μεσημέρι και τελικά μετάνιωσα να αυτοκτονήσω
και τώρα προσπαθώ να σκαρφαλώσω και να αναρριχηθώ.
ποτέ δεν είχα καμία σχέση με την ορειβασία και είναι κάπως παράξενη αυτή η στιγμη.
καθώς το σώμα μου τραντάζεται σκέφτομαι την αδερφή μου με τη μεταξωτή της πιζάμα
να με κοιτάζει στα μάτια σαν να μου λέει "εγώ στα έλεγα, δε στα έλεγα;"
μέσα από την αιώνια μητέρα μου, αυτή με τα πετράδια στα μαλλιά και τα μπαρόκ σκουλαρίκια
είδα ξανά να αιωρείται η υπόνοια της συντριβής της, όμως δεν είχα το χρόνο να αφήσω τη σκέψη μου να επεκταθεί σ' αυτό.
κάπως δάκρυσα πασχίζοντας να ανέβω πάλι στην ταράτσα και μια ευφορία με διαπερνούσε καθώς ο κρύος αέρας της στενάχωρης γειτονιάς μου έμπαινε μέσα απ' τις τρύπες της μάλλινης ζακέτας μου.
αν είχα μόλις πριν πεθάνει, ίσως τώρα σ' ένα παράλληλο σύμπαν να ήμουν ο θρύλος της ορειβασίας
που με χέρια γρανάζια και πόδια καρφιά, σκαρφάλωνα χωρίς κανένα στήριγμα στα πιο μετέωρα λόγια, κοριτσιών που κάποτε αναδιπλώνονταν στα κρεβάτια τους όσο τους διηγούμουν τη θλιβερή ιστορία μου. "μόλις ανέβω, θα πάω μια μεγάλη βόλτα, θα γυρίσω όλη την πόλη μέχρι να ματώσουν οι φτέρνες μου. κι όταν γυρίσω θα βγάλω τα παπούτσια μου, αλλά δεν θα θέλω να κοιμηθώ. θα τριγυρίζω μες το σπίτι ή θα αρχίσω να παίρνω τηλέφωνα. θα μιλάω μέχρι να με βαρεθούν όλοι κι ύστερα θα γράψω τα όσα σκεφτόμουν καθώς πήγα να πέσω." βάζω όλη μου τη δύναμη και με μιας βρίσκομαι ανακούρκουδα στο τσιμέντο της ταράτσας. από εδώ φαίνεται όλη η πόλη, τα συντρίμμια των οικοδομών και οι μικροσκοπικοί άνθρωποι, κι αυτό με ανακουφίζει κάπως και αφήνομαι στα χέρια της μητέρας μου, που μόλις ήρθε και με αγκάλιασε με τα καυτά της δάκρυα.

λίγα δευτερόλεπτα περισυλλογής, και το γελοίο σύμπτωμα της ανακύκλωσης

εκτόπισα τους γύρω μου
μ' ένα παράπλευρο νανούρισμα για την φοριτή κοιλάδα
που κάθομαι καμιά φορά όταν περιπλέκονται τα διανοητικά μου σκυλιά.
αγγίζω τις γραμμές του πενταγράμμου με μια υπόνοια ότι αυτό που θα έπρεπε
να έχει ήδη εκτελεστεί, με έχει κιόλας διαπεράσει
καθώς σκουντουφλάω στα όρια που έχω γραμμοσκιάσει στο κούτελο του χρόνου.
δες, είναι σαν να παραπαίει κάτι κι εγώ να το κοιτάζω χωρίς ιδιαίτερη όρεξη να το βοηθήσω να στιρηχθεί.
βρίσε με  αν θες, αλλά δεν νομίζω πως θα βοηθήσει και πολύ την κατάσταση.
δέκα δευτερόλεπτα πριν, αν είχα εκτελέσει άλλες κινήσεις ίσως τώρα βρισκόμουν αλλού.
αν το πάμε έτσι όμως, 2 χρόνια πριν αν είχα εκτελέσει άλλη ακολουθία κινήσεων και παράλληλα
σκέψεων, τώρα θα βρισκόμουν πάλι αλλού. κατά συνέπεια, όσο αποκλίνω απ' την τωρινή μου υπόσταση, τόσο πιο αισιόδοξα με βλέπουν οι φίλοι μου στο νηπιαγωγείο όταν αυτοσαρκάζομαι.
όμως τώρα που το σκέφτομαι ίσως μου καεί το φαγητό.

οι ψεύτικες βλεφαρίδες του Ζαν Πωλ Σαρτρ

κάθε φυγόπονη νύχτα, με εγκαύματα στους αγκώνες
και σπασμένα κόκκαλα, ο απόγονος του Ζαν Πωλ Σαρτρ
καίει μερικούς τόνους βιβλία μαζί με λανθασμένες εντυπώσεις
για την απολυτότητα της γραφής.
δεκαεννιά χρονών τον σύρανε στην κλινική και δύο χρόνια αργότερα
αποκλήρωσε τον εαυτό του από κάθε είδους κηδεμόνα.
δίπλα στο τραπεζάκι με τις εικόνες που τύπωσε πριν λίγες μέρες
-χρησιμοποιώντας μιγαδικές συναρτήσεις είχε φτιάξει κάποια ασαφή πλέγματα
που τον ανύψωναν στο βάθρο των μαθηματικών και της πληροφορικής-
βρισκόταν τώρα η γνώριμη μορφή ενός μισητού πατέρα.
η αιμοραγία του αποθανόντα συγγραφέα
έκανε τις ψεύτικες βλεφαρίδες του να μοιάζουν με καλειδοσκόπια
καθώς αράδειαζε τη δύσπνοια στα βρώμικα χαρτιά του παρελθόντος.

"Συχαίνομαι ό,τι έχει να κάνει με τέχνη" είπε βροντερά ο αποκληρωμένος απόγονος
 και κάθισε κοντά στη φωτιά που έκαιγε τα βιβλία του πατέρα του για να ζεσταθεί.





κάτι για μια ξεκοιλιασμένη οθόνη

ηχορυπαίνοντας την ανάστροφη δίνη του πολεμικού δωματίου
με τις αφίσες πολεμιστών και μεσαιωνικών αντικειμένων
μπλεγμένος με καλώδια και γαστρορραγία, φτάνει στο σημείο να πει
"θα το πετάξω το ρημάδι απ' το παράθυρο"
πιάνει το λάπτοπ απ' το αφτί και το πετάει από τον έβδομο.
καθώς πλησιάζει αργά το κρεβάτι γεμάτο με χαρτιά που βρίθουν
από ανορθόγραφα ποιήματα που δεν διαβάζονται εύκολα
λόγο του άτσαλου γραφικού χαρακτήρα και ζωγραφιές με εικονογραφημένα
επινοήματα του λάβκραφτ, ανακατεμένα με γελοιογραφίες της μητέρας του
και κάτι αποκόμματα παλιών εφημερίδων
το αγόρι που λάτρεψα, βγάζει καπνό απ' το στόμα αποδοκιμάζοντας
την πλήρη ακαταστασία που έχει προκαλέσει στο δωμάτιο.
βγαίνει και κλείνει κάπως βαριεστημένα την πόρτα
κατευθυνόμενος προς την κουζίνα θα φτιάξει μια θεόρατη ομελέτα.

πόδια στο λόφο

με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό
ο πρωταγωνιστής των αφύσικων στιγμών
κοιτάζει τον μαυρισμένο άδειο τοίχο στο βάθος.
κάτι απ' την ακινησία του μοιάζει με πίξελ, και το μυαλό του
μηχανικά εξετάζει όλα τα γεγονότα της ζωής του
σαν να ήταν κάποιου είδους κρυφά δεδομένα.
η φύση του προβλήματος απαιτεί μεγάλη αφοσίωση
και ο μαυροντυμένος άντρας με το πλακουτσό μέτωπο
ξεχνάει να εναρμονιστεί με το ρόλο του την ώρα που έχει
αναγραφεί στο πρόγραμμα.
τα πόδια του τώρα τρέχουν στο νοητό λόφο
κάποιου διχοτομημένου οριακού πλέγματος.
ένα επιλεκτικό κενό αναδιπλώνεται στη μνήμη του
σαν εσφαλμένο αλλά ηδονικό ξεφούσκωμα .
ο άντρας χαμογελάει απρόσκλητος
στο πανηγύρι της μίμησης του κρανίου του
και με αργές κινήσεις τοποθετείται πάλι στη σκακιέρα.




οδός Φρυν

γελούσαν τόσο δυνατά
οι όμορφοι και τεμπέληδες φίλοι μου
με τα φιλήδονα σώματα και την
απόλυτη αρμωνία στα χαρακτηριστικά των προσώπων τους.
Μόλις κατάφερα να αποσαφινήσω την λεπτή διαφορά
ανάμεσα στη ψυχασθένεια και την εμμονή
εκείνοι γέλαγαν πίνοντας μπύρες και καπνίζοντας στο παγκάκι του πάρκου,
τρεις το χάραμα.
Δίπλα μου, δύο μικρά κορίτσια φώναζαν με λιγμούς τη μαμά τους
και ο παράξενος αρχηγός μιας μυστικης ομάδας που αποτελούταν
από αποκομμένα κομμάτια του εαυτού του
χήμηξε στους φίλους μου και τους κατακρεούργησε μέσα σε δυο λεπτά.
Εμένα δε με πείραξε, καθώς έτρεξα να απομακρύνω τα δίδυμα από
τη σκηνή της σφαγής. Τα τέσσερα βλέμματά μας συναντήθηκαν για μια πολύ μικρή στιγμή, καθώς μια γυναίκα ημίγυμνη με φρίκη έφτασε και βούτηξε τα δύο μικρά παιδιά απ' τα μαλλιά, κι εξαφανίστηκε.
όσες διαφορές ξεδιάλυνα εκείνη τη νύχτα μεταξύ ενοχής και χλευασμού
τις έριξα λίγο αργότερα σ' έναν υπόνομο, κά
που κοντά στην οδό Φρυν.

fuzzy logic

"θα μου κάνεις μια χάρη; θα με εξαφανίσεις για λίγο;"
είπε η ζωηρή και χαριτομένη Εζροφλί, και ερμαφρόδιτη κούνησε κάπως
τους γοφούς της
σαν να περίμενε ανταπόκριση από κάτι που έμοιαζε μ' εμένα.
Όμως αυτό έστεκε ακούνητο και την κοίταζε εκστατικό
καθώς χόρευε πάνω στα καρφωμένα νούφαρα
που για παιχνίδι τα βαζε στο πάτωμα
προσπαθώντας να δημιουργήσει μια εκκεντρική ζωγραφιά
μέσα στο χώρο που την περιέκλειε.
Ύστερα χωρίς να περιμένει για πολύ μια ανταπόκριση
χώθηκε στα πλούσια σκεπάσματα του κρεβατιού της
που δεν είχε πόδια, αλλά βρισκόταν κάτω στο πάτωμα με τα καρφιά
και το παζλ κυττάρων που τόσο πολύ της είχε σπάσει τα νεύρα να το λύσει και τελικά το παράτησε.
Και τότε χαμογέλασε στο κόκκινο λαμπάκι που αιωρούταν πάνω απ' τη μικρή της μυτούλα.
"Τελικά το μετάνιωσα" είπε και κοίταξε με κάποια αφέλεια το πράγμα που μάλλον ήμουν εγώ.
"Δεν θέλω να με εξαφανίσεις, νιώθω όμορφα μέσα στο σώμα μου" είπε με σταθερή φωνή
και με τα μικρά της δάχτυλα έδιωξε τις μπλεγμένες τούφες μαλλιών που έμπαιναν στα μάτια της.

δον Τζώρτζ

ο δον Τζώρτζ αφουγκράζεται τη γη καθώς χαιδεύει
αυτάρεσκα τα πλουμιστά πλοκάμια του
με ύφος αδιάφορο για τα όσα συμβαίνουν
στην υπόνοια του κόσμου που κοιμάται.
μα δεν ακούει τα περιστρεφόμενα άλογα
πώς διαμελίζουν τα σώματα των νεογέννητων θιάσων
και πώς παραμιλάνε οι έγκυες στις κρύπτες και στα φαράγγια.
δύστροπος και παντογνώστης
ο δον Τζώρτζ με μια δίπολη ανάμνηση απ' την ταραγμένη του ζωή
μοιάζει να μην τον απασχολεί πια η απουσία του χώρου
και τα μάτια δείχνουν σαν θυμωμένες πέστροφες
τα λαχανικά και τα μαχαίρια που κάποια αόρατη γυναίκα
έχει παρατήσει στην κουζίνα.
ο δον, στη μεγάλη αποκορύφωση, ξεχνάει να υποδηλώσει
την ύπαρξή του
και εισχωρεί αθόρυβα στο πάτωμα
μέσα απ' το πάτωμα γελάει υπόκωφα, ανέκδοτος,
και κάπως κουρασμένος.

be my guest

έχω την υπόνοια ότι η καθετότητα με προσπερνάει
ε που πας αφιδατωμένη σαν μούσμουλο, ρίξε λίγο κρύο νερό
στα μούτρα σου μπας και συνέλθεις
ε,  θες να φτιάξω καφέ ή να πέσουμε απ' το μπαλκόνι;
έχω δύο μέτρα ύφασμα να σου φτιάξω ένα τεράστιο φουστάνι
κερασί
και θα σε βάλω να κάτσεις στην πιο μεγάλη πολυθρόνα
με τα μαλλιά σου να χύνονται βρεγμένα να τιλήγουν τις ρώγες σου
και τότε θα ορμήξω στο τεράστιο ύφασμα
να το δαγκώνω σαν αδέσποτο σκυλί, να το ξεσκίσω
έτσι όπως θα κοιτάζεις υπεροπτικά τα κατακόκκινα χέρια μου
τα κατακόκκινα μαλλιά μου πως διακλαδίζονται με την υπεροψία σου
κι αφού το φάω όλο το φόρεμα και μείνεις σακατεμένη και δαγκωμένη
απ' την ορμή που μ' έπιασε
θα σπάσω το τεράστιο γυάλινο ταβάνι της παράξενης εκκλησίας μας
θα σε διατάξω να παραλύσεις μπροστά στην αποκτηνωμένη μου όψη
κι έτσι γελοίος και γυμνός με έκσταση και τρόμο
θα σε κοιτάξω και θα παρατιρήσω πάνω σου
μια άλλη
 

6 π.μ.

κοίτα με.
τα υγρά μου κυλάνε απρόσκλητα στους βολβούς των αφτιών σου
και μια νεκροφόρα στο δρόμο κορνάρει σαν να μας σαπουνίζει με υδρόθειο.
άνευρο το δωμάτιο μας προσκαλεί να χαιδέψουμε τα μάτια μας
ή να τα τρίψουμε, ο ένας του άλλου τα μάτια αντί για μια αφύσικη καλημέρα.
η φωνή το πρωί ποτέ δεν βγαίνει όπως την υπολόγισα
μοιάζει με μια νυσταγμένη γιορτή ξεψυχισμένων κορμιών σε διαδρόμους νοσοκομείων
ρυθμίζω την ένταση των βρυχηθμών σε σολ ελάσσονα, όσο το μικρό παράθυρο στο μπάνιο
υπόσχεται πειραματική μουσική απ' τον αέρα και την άπνοια στον έξω χώρο
ένα άρυθμο ον μας παρακαλάει να του χαιδέψουμε το σκύλο του
που είναι λευκός και τυφλός, κάνε μου έρωτα πριν να ξεράσω την απόλυτη συμμερτία
που φέρνει το χάραμα μέσα στα διαολεμένα μου ωάρια διώχνω πεισματικά
τα δολοφονικά παιδιά μου, αφού δεν άντεχες να λέμε πως τα ρολόγια έχουν άλλες ταχύτητες
για τους καταραμένους.

κούκλες

«εγώ είμαι μια γριά πόρνη με πυρετό και σύφιλη. Τι έχεις να ζηλέψεις από μένα; Τα μαλλιά μου είναι ξεφτισμένα και τα δόντια μου κολλάνε μεταξύ τους φτιάχνουν ιστούς από κολλαγόνο, κι εσύ μασάς τις φωτογραφίες της ασάφειας του προσώπου μου, αναμαλλιασμένε καθρέφτη τα δάχτυλά σου είναι σαράβαλα και τα χάπια λιγοστεύουν κάθε τρία τέταρτα κοιτάζουμε μαζί το ρολόι λες και βλέπουμε την πιο δραματική ταινία, ενώ εσύ κλαις ψεύτικα στο στήθος μου και τα χέρια μου έχουνε ματώσει, μάλλον θα ζούληξα καταλάθος τη βυσσινάδα που είχες αφήσει στην πολυθρόνα μου δύο μέρες πριν, τότε που μου είπες "τα ρέστα δικά σου" και έκανες τον παραλληλισμό με τα μπούτια μου και τις πεινασμένες φώκιες, όταν η τηλεόραση αρρώσταινε καίγοντάς μας τα κύτταρα, κάτι γλυστρούσε μες το αιδοίο μου αργά, συραπτικό με αναμνήσεις, και μου λες "δεν θα θελες να φύγουμε καλύτερα;" και γέλασες και γέλαγα, και σου λεγα, "εγώ είμαι μια γριά πόρνη με πυρετό και σύφιλη" και μέτραγες πολλές φορές τα εικοσιένα μου χρόνια, κι εγώ ξέρεις ρωτούσα που στο διάολο έκρυψες τα κομμένα μου μαλλιά και δεν βρίσκω πια την περούκα μου»
λένε πως με σκότωσες με κινήσεις αργές σαν να έπαιζες σε κάποια παράσταση

παρά λίγο άνοια

"γονάτισε" είπε ο υπαίτιος της κατάρρευσης του φωτιστικού, και τα αιμοσφαίρια άρχισαν να χορεύουν παράλογα στο αρσενικό κορμί μου, κάτι σαν αλλοίωση του φθισικού μου πλέγματος, "εγώ;" απαντά με χάρη το κορίτσι των ενστίκτων με βλέμμα κατακόρυφο και πλαγιασμένη στο πλατύσκαλο σαν άφτερο κοτόπουλο. "εσύ" λέει ξανά ο σαρκοβόρος θνητός ξύνοντας υπαινικτικά τη μασχάλη του και πασπατεύοντας τα βλοσυρά κουλουράκια που τόση ώρα αναμένουν την επαφή με τη γλώσσα του. εκείνη γονατίζει σαν καρυδότσουφλο και αρχίζει με τα νύχια της να γδέρνει το ακριβό νυχτικό, δώρο της γιαγιάς της με μεταξωτή απόληξη. κοίταζα τα κομμάτια γυαλιού, κατάκοιτος, και οι χοντρές παλάμες μου τα ψιλαφούσαν όσο τα έφτανα απ' το σπασμένο μου κρεβάτι, το πιο αρχαίο φωτιστικό του παλατιού είχε μόλις αποικοδομηθεί και η φωνή μου μόλις που ακουγόταν στα ίδια μου τα αυτιά. αυτό το κορίτσι είχε σωριαστεί μεταξύ φόντου και περιθωρίου στο οπτικό μου πλάνο και κάτι απ' τον αλαζονικό δόκτορα μόλις είχε διαλυθεί.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

η δικαιοσύνη ενός αυτόχειρα

πάντα έστεκαν ασάλευτοι
οι παραλογισμοί μου
μπροστά στο ανήλικο κόκκινο
των ασύλληπτων ιδεών.

για να ξεφύγεις απ' την κατάπτωση
δήλωσε κατά της πτώσης
του εορτασμού των μπηγμένων νυχιών 
της ανίατης αρρώτιας πάνω
στη σάρκα σου.

όταν
το συνονθύλευμα των αγριμιών
που μάζεψε το μυαλό σου
παράδοξα εκκενώνεται
η λύση είναι πια προβλέψιμη.



το μεγαλοφυές και γελοίο σχέδιο ενός ποιητή

απειλώ το χάος.
το απειλώ.
επαναλαμβάνω συνεχόμενα τις ίδες λέξεις
για να ξορκίσω την επανάληψή του.
επινοώ συνέχεια αντιφάσεις
να να αντιστρέψω την ροή του.
το εκκενώνω από ιδέες
και το απομονώνω απ' την οριζοντίωση.
εφευρίσκω όρια για να το ξεγελάσω.
αφυπνώ  τα ξεθωριασμένα του φαντάσματα
το κάνω να σαλέψει.
να μην ξέρει πού να μου κρυφτεί.
το καρφώνω στο μονοδιάστατο τσουβάλι του
και το γραπώνω με το ένα μου χέρι.

πάντα ξεφεύγει απ' όλες μου τις επιθέσεις.
μα συνεχίζω να το απειλώ την απουσία του
με την μελανή
κολλώδη ουσία της ποίησής μου.

χορός στην άκρη του αινίγματος

σφουγγίζω τα μικρόβια
απ' το λεκιασμένο λαιμό σου
μείνε, όσο θα στέκομαι βουβός
να παραμιλάω για τα άγρια χαράματα
που είδα την απόλιξη του κορμιού σου
πάνω στα σύρματα
πυρακτωμένη
ξέρεις πως
δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς
τώρα που πιο νεκρή
από ποτέ με τα υγρά σου μάτια
με σπαράζεις
ο κήπος του μεσονυχτίου σου
με τα φωτάκια
και τις ψεύτικες κούκλες
ήσουν γυμνή
σ' ένα αναπηρικό καροτσάκι
κι η αχαριστία μας για την ομορφιά
μας έψελνε μια μακρόσυρτη
διαλυμένη μελωδία
όταν ξεφεύγαμε απ' το
χάρτινο τοπίο της σφαγής και
τα παράλληλα αναμενόμενα κεφάλια
των ζώων της σπηλιάς μας
ξέρεις, όταν ο πονοκέφαλός μας
γίνεται κοινός και αφόρητος
και τα ξυράφια της μεταμόρφωσης
αλλάζουν και γίνονται διάφανα λόγια
με τα σπαθιά και τα φοβισμένα μας
παιδιά θα σπείρουμε στην
απανθρακωμένη γιορτή
στο μυστικιστικό μας γλέντι
μια υπόκωφη φωνή
και κάτω από τη γη θα γεννούν
οι λαβωμένοι αετοί μας
το ρυθμικό γλέντι των παραισθήσεων
μέσα σε κατοπτρικό γυαλί
θα σε κοιτάζω
ξεφεύγοντας απ' το κελί
που μέσα του φαγουρίζεται
ένα υποτιθέμενο σώμα
και το μυαλό θα διασπείρεται
με ελιγμούς στο χάος
και θα τρώει ότι απέμεινε
απ' τη συρρίκνωση
των αναφιλητών
κάπου υπήρξε σφάλμα
στην ανακαίνιση των σπασμών
κάπου ανατινάχτηκε το πρόωρο δέρμα
του ανάπηρου ζώου
που με παρατηρεί όσο
χορεύω στον τεχνιτό μας βούρκο
και τινάζεται το σώμα μου βαρύ
από τις την αλκοόλη
και τον πυρετό της ύπνωσης
με σπασμωδικές κινήσεις
η τελετή του χορού μου
διώχνει με μανία τα τεχνιτά μου μέλη
κάτι από το πρόσωπό μου
είναι αιφνιδιαστικά λευκό
που αντικατοπτίζεται στα φράκταλ
του φαρμακωμένου ζώου
και οι αιματοβαμένοι σκίουροι
κοιτάζουν λυπημένα το χορό μου
σαν να αποθανατίζουν με τα μάτια τους
την κόλαση
που φτιάξαμε τόσο περίτεχνα
και γέλαγες με το ασθενικό μας
προσωπείο
φορώντας τον κουρελιασμένο σου
σφιγμό
και τις ταραντούλες του ύπνου μου
ραμένες στα πέλματά σου
σαν ινδιάνικο στολίδι
έβγαζες αλλαλαγμούς
και τρόμαζαν οι φράσεις
των ποιητών
και οι κινήσεις μου γίνονταν σπάνιες
και έσπαζαν
και έπεφταν
σαν λυκοφωτικά ερείπια
απλωνόμουν αρχντικά
γυμνή στα βαλτόνερα
και οι επινοητές θανάτων
αχνοφαίνονταν
κι εσύ βουβή τους πρόσταζες
με τα μεγάλα μάτια σου
να φύγουν
-να φύγουν-
κι όλο αναμέναμε τη συντριβή μου
κι όλο ανέσαινες νωχελικά και
μου άδειαζες
με τελετουργικά τεχνάσματα
το πιο ανέγγιχτο κομμάτι
της ψυχής μου