Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

το κομμένο χέρι

 απόψε πρόσεξα ότι μου έλλειπε ένα χέρι 
πρόχειρα το αντικατέστησα με το δικό σου 
πρόθυμα το έκοψες και μου το έδωσες 
είπες πως αυτές τις μέρες δεν το χρειαζόσουνα
 σου αρκούσε να με κοιτάζεις να χρησιμοποιώ αυτά τα χέρια. 
 
 όμως δεν έκανα τίποτα μόνο καθόμουν αμίλητη κοιτάζοντας το δανεικό μου
χέρι  
το χάιδευα με το δικό μου -αυτό που είχε μείνει-
 κι όλο έκλαιγα για το κομμένο χέρι μου 
και για σένα που δεν άντεχα να σε κοιτάζω 
 
 με ένα χέρι, μου έφτιαξες ένα μηχανισμό 
και πάλι ανταλλάξαμε, και ολοφώτιστος έφυγες 
αν και πάλι είχες τα δικά σου τα χέρια όπως πρώτα    
 ένιωθες σαν καινούργιος, ανυπομονούσες να τα χρησιμοποιήσεις ξανά. 
 
κι εγώ χάιδευα το μηχανικό μου χέρι, 
με αυτό -το άλλο-
 που είχε μείνει κι όλο έκλαιγα για το κομμένο χέρι μου
 και για μένα, που δεν άντεχα να με κοιτάζω

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

γυρίζει το φως μου
γρήγορα
το μυαλό μου καίγεται !
πλάθει αστείρευτα
νοσώ !
τρέμω /  εγκαταλείπομαι
φωνή
πρέπει να βάλω φωνή, να φτιάξω φωνή
δύναμαι
παραμορφώνονται δίπλα μου
ζωικά όργανα / δίνω
ασθμαίνω
χάνονται οι αρχικοί συλλογισμοί
από που ξεκίνησα να σκέφτομαι
γιατί διχάζονται
γιατί αγαπώ τον παραλογισμό; είμαι
στ' αλήθεια φίλη των ανθρώπων;
το γένος μου διχάζεται
και κλίνω προς μια κατεύθυνση
που με μουδιάζει
ολόκληρη

κύμβαλα

τα πέλματα θόρυβο πάνω απ' τη στέγη
όλα μύριζαν άσχημα
ήμουν στο τελείωμα
άκουσα τα ποδοβολητά
έτρεξα, ανάγκασα τον εαυτό μου
να πατήσω τη βρεγμένη άσφαλτο
ήταν οι άνθρωποι εκτεθειμένοι
η γη αναστέναζε
 είδα εκεί που βρισκόμουν πριν λίγο καιρό:

μαθηματικά πελώρια ολογράμματα, προγραμματισμένα να
είναι
και ένα χέρι σκέπαζε την υφήλιο.
νοσούσα, πονούσα και γελούσα.
γάγγραινα και πλήξη
ευνουχισμένο παιδί τρέχει και ζητά αυτόγραφα από τους μεθυσμένους
"είμαι εδώ αλλά λείπω τώρα"
δε μου λείπει κανείς απ' όσους μεγάλωσα μαζί τους
μιλάω και δεν ακούω
και μετά σταματάω
για να ακούσω αλλά έχουν φύγει
έχουν φύγει, μου λες
γιατί είμαστε όλοι διάτρητοι και προσπαθούμε να φαινόμαστε
όσο το δυνατόν πιο καλοπισμένα ηλίθιοι
ναι γράφω
και αυτό δεν έχει νόημα
κουράζομαι πάντα να γράψω
κουράζομαι να είμαι εδώ
έχω αρχίσει να ακούω
να τεντώνομαι
τα πράγματά μου είναι στις θέσεις τους ανέγγιχτα
τα αφήνω πάντα ανέγγιχτα μήπως χρειαστούν αργότερα
αργότερα θα υπάρξουμε καλύτερα
και αναβάλλεται η συναυλία της ύπαρξης
προς το παρόν θα σας παίξει η φιλαρμονική του δήμου

τα πέλματα βροντούσαν, έσυαν όλο το σπίτι μου.
οι άνθρωποι κάνουν τόσο θόρυβο
κάτι θέλουν
από μένα, κάτι ζητούν.
δεν θα κοιμηθώ
τι να κάνω.

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

φρακταλικό κι ανυπεράσπιστο

η όραση των οστών επιμηκύνεται
το δύσκολο κρέας των Άλπεων τρέφει τη γη μου
γεμάτη με περιπλανώμενα ζωύφια
σε στείρα εξάρτηση με το όλον

μικρή μου σφαίρα κατακόκκινη
υγρή γεμάτη υγρό υγραίνεις την υπόστασή
του

τώρα περπατάω και δεν είναι αργά για τίποτε
ώρα μεσάνυχτη μυρίζει η ζωή μπαρούτι και μηρούς
και άρρυθμοι κρουνοί μου μεταφράζουν τη σιωπή
των όντων 

τώρα πού είναι 
η αρμονία που δεν χρησίμευσε
για την ελαχιστοποίηση του χρόνου
 

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

αιμομιξία με το θεό

εκπνέω αυτό που είμαι σε κβάντα που δε σταματά. αυτό το σπάσιμο σε υπερήχους.
θα έπρεπε να ουρλιάζω αλλά να γράψω μόνο. να γράψω μόνο είναι το σωστό το θέμα.
γράψω να γράψω ένα ποίημα για αυτούς που θα το δουν είναι κάτι το εύκολο. αλλά αρρωσταίνω βαριά και ξερω δεν αν είναι αυτό που θέλω να πω εύκολο. όχι δεν είναι εύκολο. αλλά υπάρχει ένα σημείο πέρα απ΄το οποίο αρχίζω να βλέπω αυτό που γράφω σαν μια φιγούρα που χορεύει πυρετικά χύνοντας ιδρώτα και δεν ξέρω γιατί να το δουν. γιατί να το δουν αν απουσιάζουν απ' την όραση μου;
κι αν τους ρουφήξω μέσα μου σαν φόνισσα θα είμαι, θα είναι έγκλημα να δουν αυτό. αυτό που σχίζω από το πρόσωπό μου και τη βλέννα μου και τα στήθη, γίνεται έγκλημα όταν το δίνω. κι αν δεν το δώσω πάλι είναι έγκλημα. επίτηδες γράφω. έτσι, γράφω αυτό που θα έπρεπε στον ύπνο με ωθεί να ουρλιάξω. είναι αναπόφευκτος ουροβόρος το ποίημα. δεν έχω τα χέρια να το τυλίξω στο πρόσωπο του θεού και. να το φτύσω στο ήσυχο δέρμα του. και δεν θέλω να το φτύσω θέλω να του κάνω έρωτα. ατελείωτο έρωτα ψηφιακό. ερμαφρόδιτο. ανίερο. τελετουργικό. βρώμικο. θεϊκό. θέλω το καυλί του μόνιμα στο κρανίο μου. στη μεγαλύτερη τρύπα της θεωρίας του. όσο γίνεται, γίνομαι από κάτι που φτύνει -> κάτι που απολαμβάνει. γελάω κι ας είναι νοσηρό το γέλιο μου αυτό. λούζομαι επιδικτικά μπροστά του με το ζεστό σπέρμα της ποίησης. στην αλήθεια, θα σας πω αυτό και θα το πω δυνατά. ξέρω πως ξεγελάω τον εαυτό μου θεωρώντας πως ξεγελάω το θεό. αλλά η αλαζονεία της ποίησής μου δεν καταδέχεται τίποτε και δεν είναι το ίδιο με την ανθρώπινη αλαζονεία. αν ο κόσμος είναι το ποίημα του τρελόγερου του "θεού" -> ο κόσμος είναι και το κέρινο ομοίωμα της δικής μου ποίησης. είναι στη φύση της ιδιοφυΐας να ξεγελάει τη φύση με μη φύση και της μεγαλοφυίας να αντιστρέφει όλα τα προηγούμενα επιχειρήματα. ακόμα κι αν βαφτίσω τη μεγαλοφυία ->σχιζοφρένεια πάλι το ίδιο μου κάνει. όλα αυτά είναι λέξεις -> και άρα παιχνίδια μου. και ο θεός τα ζηλεύει και τα ζηλεύει πολύ και απειλούν το ομοίωμά του και έτσι θέλει να με γαμήσει. αλλά εγώ τον συμπαθώ γιατί είναι αδελφός μου κι έτσι διαπράττουμε την αιμομιξία που είναι το χάος. και γιατί είναι το χάος αυτή η αιμομιξία; γιατί όταν προσθέτεις το ατόφιο στο κίβδηλο / το νοσηρό στο υγιές / το θάνατο στην ύπαρξη και βάζεις και τόσους ανθρώπους να παίζουν με αυτά όλα, τότε δημιουργείται το χάος. αν ήμουν ένα έμβρυο μέσα σ' ένα πλυντήριο και με ρωτούσαν αν μου αρέσει το χάος θα έλεγα όχι. και τώρα λέω όχι αλλά τώρα είναι αλλιώς...

μητέρα.


 η μητέρα κοχλάζει ατμό
βγάζει άσπρο σπέρμα αρρώστιας από το λαιμό της
δεν είναι φυσιολογικό λέμε και κοιτάζω αμήχανα τον πατέρα
η μητέρα βγάζει συντριπτικά αέρια, δείγμα σφάλματος στο εσωτερικό της μήτρας
η μητέρα φοβάται συνέχει και κλαίει συνέχεια
η μητέρα ζητάει προσοχή στη δύσκολη φυγή της
η μητέρα θέλει με όλο της το σώμα να αποχωρήσει
η μητέρα διχασμένη, πεταμένη στα σκαλοπάτια των ημερών
ασθενεί και ασθμαίνει
και δε μιλά όταν έχει ανάγκη
η μητέρα δίνει σήματα, σήματα καπνού και κρέατα γύρω της τη διώχνουν
απ' την κρεαταγορά των ανθρώπων όπως για παράδειγμα ο πατέρας
κι εγώ.

η μητέρα με πονάει σε κάθε της άρθρωση

 η μητέρα σφίγγεται να αποβάλει κάτι που δεν είμαι πια εγώ
θέλει να διώξει, να αυτοεξοριστεί σε αυταπάρνηση
φοβάται και όλους μας διώχνει σαν αποκρουστικά ζωύφια
η μητέρα λατρεύει μόνο εμένα
αυτό είναι από πάντα, αλλά τώρα λατρεύει υπόγεια
μέσα από τις κινήσεις της αναπνέω μόνο απελπισία
η μητέρα θέλει να με αφήσει
πίσω, ή μπροστά της.

 η μητέρα με πονάει σε κάθε της άρθρωση

 η μητέρα με φοβίζει
με  συλλαβίζει σαν ανάμνηση πια
η μητέρα πάσχει από πάντα, μια ασθένεια πολύ τρομαχτική
που δεν είναι όμως η μητέρα
δεν θέλει να γίνει καλά πια
η μητέρα είναι κουρασμένη απ' όλα
έχει πυρετό και υπόγεια κλαίει πολύ για όλα
και πιο υπόγεια μια ευτυχία διαστροφική και μόνιμα άσκοπη
η μητέρα δεν αγαπάει πια κανέναν

η μητέρα με πονάει σε κάθε της άρθρωση

 φτιάχτηκε από βελανίδια και σκόρδα
και σιωπηλούς αμμωνίτες μέσα σε ψύχη και αναταραχές
και σκοτάδια. την τρέμω από παιδί
η μητέρα με κάνει να θέλω να κλαίω συνέχεια
η παράδοξη μητέρα μου κοιτάζει εκεί που γεννήθηκα
και μετά κοιτάζει την ύπαρξή της
και μπερδεύομαι
η αναλγητική, η στεγνή στείρα μητέρα θέλει να γίνει
μια σταφίδα τόσο μαραζωμένη που να μην την αναγνωρίζω.
η μητέρα με σέρνει στα καταγώγια της μοναξιάς της
χωρίς να μου διευκρινίσει ποτέ
ποια ήταν στ' αλήθεια




Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

akolouthia

αρχικά δεν με νοιάζει τίποτε, στ' αλήθεια
και μετά καίγομαι ολόκληρος

πιο βαθιά όμως δεν δίνω δεκάρα για ο κορμί μου για μένα την ίδια, για όσα μου συμβαίνουν
αλλά σ' ένα πιο μέσα επίπεδο τρεκλίζω απ' τη λύσσα, το μυαλό μου αυτοπυρπολείται
όμως πιο μέσα νιώθω βαριά σήψη συναισθημάτων, σχεδόν νεκρή, και μια γαλήνη μου μουδιάζει το σώμα
και πιο κάτω νιώθω άρρωστος από πυρετό, βλέννες και σάλια βγαίνουν απ' τα μάτια μου
και πίσω απ' αυτό δεν νιώθω τίποτα, μια στρογγυλή κενότητα που αγκαλιάζω χωρίς κανένα λόγο
αλλά στο βάθος θέλω να ξεράσω την ψυχή μου απ' την ένταση του νου
και πιο μέσα η αταραξία με έχει δέσει σ' ένα λευκό κρεβάτι και νιωθω αρκετά άνετα εκεί
όμως βαθύτερα τρέμω από σπασμούς, νιώθω συρμάτινος μέσα σε πεδίο μάχης, δεν θέλω να πεθάνω
αλλά παραπέρα τα μάτια μου έχουν σφραγιστεί τόσο σφιχτά αλλά δεν με πονάνε, βλέπω τη ζωή μου σαν τα αστεία γεγονότα της ζωής μιας καρικατούρας και γελάω
και πιο μέσα γελάω ανυπόφορα, θέλω να γδάρω το σώμα μου, να βγω, θέλω αέρα, νιώθω ασφυξία
ύστερα αποδέχομαι την ασφυξία σαν κάτι φυσικό, το μέσο που με βοηθάει να μπω σε ύπνωση
και πιο βαθιά, αιώνια τρέλα με παρατηρεί να στέκομαι άπραγος σε βεβιασμένα δευτερόλεπτα
και πιο κάτω άχρονη κοιμάμαι, με μια μακαριότητα αξιοζήλευτη
και πιο κάτω πάλλεται η ψυχή μου να ξεκολλήσει απ' το σώμα μου, ουρλιάζω και σφαδάζω και πονάω τόσο αλύπητα που η γλώσσα μου σπαρταράει από μόνη της
σε κωματώδη κατάσταση παρατηρώ κάποιον που ζει αντί για μένα αλλά δεν έχει νόημα να του ευχηθώ τίποτε
και ακόμα βαθύτερα τρέμω γυμνός σε μια λίμνη από αίμα ανήμπορος ουρλιάζω μέχρι που ξεραίνονται τα σωθικά μου και τινάζομαι ιδρωμένος
και πιο βαθιά κοιμάμαι τόσο άνευρα που σπάει ο δεσμός μου με τον κόσμο και απελευθερωμένη ενώνομαι με κάτι τόσο άσπιλο που μου προκαλεί καυτό κλάμα ευτυχίας.

θα μπορουσε να συνεχιστεί επ' άπειρον αυτή η ακολουθία
αλλά εδώ στη φθαρτή πραγματικότητα δύο όντων που περιπλανιούνται μέσα μου αντίρροπα
την τελευταία πρόταση τη χαρίζω στο θηλυκό που πεθαίνει, εξάλλου η φύση που γδέρνεται δεν έχει τίποτε το αιώνιο.

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

blur 0>Δ

εκπνέω συλλαβίζοντας το κενό
τραυλίζοντας νωχελικές κραυγές μέσα στο θολό τοπίο της θέλησης προς τα ανάποδα σώματα.

όλα είναι τόσο καταραμένα θολά!
αν εκείνη η μέρα ήταν μέρος θα συνόρευε με το ψυγείο.
αν η επόμενη ήταν σεισμικός παλμός θα καθήλωνε κάθε λέπι του ανθρώπου που με συνοδεύει σε κάθε ξέπλυμα των υπέρυθρων στιγμών και οι υπόηχοι δεν σταματούν, τι ειρωνεία!
θα ήθελα να πιαστώ από τη συμπληγάδα που κινείται φεύγοντας από την άλλη, μα το κήτος είναι πάντα τόσο διεστραμμένα ελκυστικό. οι διέξοδοι του νου εισβάλουν στους πόρους του δέρματος
η φωνή μουδιασμένη αντηχεί στα προοπτικά παράθυρα του ενυδρείου:
αδιέξοδη κοπέλα
παίζει και γελά
πολυέξοδη τρομπέτα
όσο ξεψυχά

κλειδοκύμβαλη συνήθεια
να συρρικνωθείς
ζωηρή στα παραμύθια
σπείρα ή αποχυμωτής;

βλεπω με τα μάτια του πρώτου οργασμού
με το στέρνο βαλμένο κάθετα στη γκιλοτίνα
είναι όλα τόσο καταραμένα θολά! απόψε επισκέπτομαι τα κήτη
σαν να ήταν άσφαιρα παιδιά με σημαδούρες για μάτια.
δυαδικό νόσημα να επισκέπτεσαι δρυοκολάπτες τη νύχτα
εν όσο άλλοι διεκδικούν την ψυχοσύνθεσή τους σε τοπία πιο γόνιμα απ' το δωμάτιό μου.
θα ήθελα να είμαι ένας γιατρός της όρασης αλλά εκείνης που πηγάζει μέσα απ' το στέρνο και
εδραιώνει μια εικόνα που αποστρέφεται τον εαυτό της μέσα στη φυγόκεντρη πραγματικότητα.
ακόμα δεν μπορώ να μιλήσω για τον πνιγμένο φονιά που ξεβράστηκε στα βλεμφοκύτταρά μου γαμώτο!
αν η ζωή είναι μια κατά λάθος χυμένη κουκκίδα μελάνι σ' ένα χαρτί που μουτζουρώθηκε βάναυσα και προοριζόταν για την πυρά, τα υπόλοιπα, αυτά που δεν ξέρω γιατί με ωθούν να πρέπει να τα πω, γιατί πολύ απλά διχάστηκαν >Δ σε λέξεις αμετακούνητες απ' την ίδια τους τη φύση, σχήματα και γρίφοι που κατασκήνωσαν στο κεφάλι και αρνούνται πεισματικά να με εγκαταλείψουν για να τα δώσω κάπου.
με συντρίβουν οι έννοιες.
η μουσική με ωθεί στην ολοκληρωτική αποκλήρωση του πνεύματός μου απ' τη θέση που βρίσκομαι.

-είσαι πολύ μικρή ακόμα
ακόμα
ακόμα κλαις;
ελαφάκι με δύο μικρά χεράκια με ταρακουνάει απ' την μεγάλη Χίμαιρα, αλλά δε μπορεί να με ακούσει
 τώρα σφηνώνω κάτι οστά στο παραπληγικό κορμί του Μάρτη και λέω "σταμάτα τη συντριβή. αφού δεν στροβιλίζεσαι σε κάτι πιο μειλίχιο τουλάχιστον δέξου τον αντικατοπτρισμό του φιλικού καλέσματος μιας πελώριας νωχελικής και ανάστροφης κραυγής και δώσε υπόσχεση στο πιο ασήμαντο ορυκτό του Πλούτωνα πως είσαι μέλος μιας παράστασης που φθίνει"
0>Δ
είναι απλά μια παράσταση. και φθίνει.
αυτό λέω από μέσα μου επαναλαμβάνω με μανία γδαρσίματος ακόμη και του τελευταίου χνώτου της σκιάς μου, αλλά πορεύομαι σε μια κατάσταση τόσο θολή που τίποτα δεν συμφωνεί με τίποτα κι όλα επιτείνουν στον προορισμό τους, δεν ξέρω ακόμα γιατί υπάρχει αυτή η ανάγκη να γράφουμε.
δεν μας διαχωρίζει από τίποτε μα μας κυκλώνει μέσα της η δίνη.


Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

μανιοχαράληψη

φωτογραφίζομαι στο κρεβάτι μου της κλινικής
πέφτω σε ήπια ρήξη με το ασθενές
υπολειτουργεί η κάμερα
και με κοιτάνε μέσα
από καλιδοσκόπεια
τα χέρια μου πέφτουν
φωτογραφίζω μόνο τα πόδια μου
την κίνηση και την αδρανοποίηση
τους, στον ύπνο μου είμαι υπνοφάντασμα
με έχουν κάνει να σκέφτομαι
τι άλλο να κάνω για να γελάσουν

ελλάσων εγκέφαλος
φωτογραφίζω το μισό μου σώμα σε
φρίκη και το άλλο μισό ως πλέγμα
πετάω τα ρούχα ένα ένα στο πάτωμα
υπόγεια σε υπο-γείωση (ανοίγει το πάτωμα)
ανοίγω το αιδοίο μου και το φωτογραφίζω
τώρα με κοιτάνε σίγουρα αλλά δε βλέπω
έπαθα μια συσκότιση στα μάτια σαν αυτό
που παθαίνεις σαν ίλιγγος απ' το πόρισμα
του ασυνεχούς λόγου, σαν να πεθαίνεις ενώ μιλάς
χάνεις τις αισθήσεις σου
και μου βάλαν τώρα αισθητήρες, μηχάνημα
λέει να λειτουργώ, πατάνε τα κουμπιά
και τους αισθάνομαι
φωτογραφίζω τον ήχο γύρω μου
δεν είναι πια η κάμερα
είναι συρμάτινο χέρι
με δαγκάνες και δεν το βλέπω τώρα
και τίποτα, μυούμαι στη εξαφάνηση του κενού
αν ποτέ γίνει να εξαφανιστεί το κενό
που είναι μάλλον ένας άτοπος συλλογισμός
παίζω με λέξεις χωρίς κίνηση χωρίς όρεξη
για διάλυση με δέσαν στο κρεβάτι μου
της κλινικής
με ανάγκασαν να αγκαλιάσω ένα άψυχο σώμα
για να καταλάβω λέει τη διαφορά
κουνάω τα μέλη μου μου λένε
ήρεμα ,
ήρεμα τώρα, κάνουν λες και είμαι
υποάνθρωπος, υπόνοια, λες και είμαι υπόνοια
μα δεν καταλαβαίνουν πως εγώ τους ελέγχω
τι έχουν καταλάβει αυτοί που θέλουν να ηρεμήσω
τι θέλουν να φύγω απ' το σώμα μου;
η ηρεμία τους είναι η πλήξη μου
το αντίδοτο για τη σφαγή στον εγκέφαλο
βρωμάνε όλοι τον ίδιο αριθμό
έχουν ξεχάσει πώς είναι να μην ανασαίνεις αλλά
να ζεις τόσο έντονα την ορμή
και οι υπνοκρατήρες να σε ζουν
φύγετε αλλά δεν έχω φωνή
θυμάμαι που μου κράτησαν το χέρι
μια μικρή στιγμούλα
είδα το χέρι μου να κλαίει
οι πόροι του έκαναν εξάσκηση στην υποκλοπή τους
τώρα, δε φαίνεται τίποτε μέσα μου
θυμάμαι που ήμουν ένα μικρό κορίτσι
και ρώταγα "γιατί, μαμά, το χάρο τον λένε χάρο;"
"κοιμήσου αγάπη μου"
"μήπως να βγαίνει απ' τη χαρά;"

Πηγαίνω με το ζαλισμένο μου κεφάλι
το φιλμ να μου το εμφανίσουν
λένε πως όλα θα τα εμφανίσουν
θα τα βλέπουμε και θα γελάμε μετά
κι αυτό το μετά εγώ δεν το θέλω
ούτε το περιμένω
μεμονομένα βλέματα συνομοτούν
το θάνατο, κι όμως δεν είχε τίποτα
τίποτα που να πρέπει να το δω.

κι όμως εγώ τα φωτογράφησα όλα
υπήρξα κάπου, ήταν εκεί κάτι
που αν το έβλεπα στο φιλμ
θα ορκιζόμουν πως ήμουν εγώ
αλήθεια.

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

τα μάτια της σκιάς



Κορίτσι αόμματο πέφτει από φωταγωγό

Η Ρίτσι κρόζει ένα σκοπό
Να ακουστεί

-τι είναι αυτός ο σκοπός, Ρίτσι;

-είναι μισός σκορπιός, μαμά, δεν έχεις νότες

-και τι
Σκοπό έχει
Αυτός ο σκοπός;

-σκοπός είναι πώς
Οι μεγαλύτεροι πόλεμοι έγιναν ανάμεσα στα στήθια μου

-ποιος σκορπιός είναι αυτός
Ο μίσχος;

-μέσα σε δόντια λουλουδιών κάναμε πρόβα τη γέννα, ε μαμά;

-γιατί κρατάς κλαριά κομμένα;

-έπρεπε πρώτα να ‘μαι δεκαπέντε για να με νανουρίσουν με σφαγή;

-αλλιώς κλειστή. είχες κλωστή μέσα απ’ τα μάγουλά σου

-με ράψανε με πόλεμο και βαμβάκι, με βάψανε με θόρυβο μετά

-τα μαλλιά σου τα κράτησα, ακόμα λερώνουν τα συρτάρια

-είχανε πάνω πέταλα και ακόμα τραγουδούν για μένα

-ένα μόνο έκανα παιδί και ήρθε δίχως μάτια

-μαύρο, ροδί και ξέβαψα, και πάω και πληθαίνω
Επάνω στο κρεβάτι σου, με τυραννούν νυστέρια
Άντρες βαριοί και χρυσαφιοί μου κλέβουνε το δέρμα

-ποιος στα ‘μαθε τα χρώματα, κι έτσι πολύ τα θέλεις;

-τα έχω όλα πάνω μου, να μου βαρούν την ώρα

-άσε την ώρα κόρη μου, αστεία τα λόγια σε βαφτίζουν

-γελάω κι εγώ με τη φωνή, που βγάζει μαύρο κι άσπρο
Και κόκκινο. Αυτά τα τρια μόνο γνωρίζω. Τα τρίβω αυτά στο σώμα μου
Όταν πλένομαι και απ’ το στόμα μου βγαίνουν πάλι
Μαμά, όταν αγγίζω το σώμα μου δεν νιώθω τίποτα
Φταίει το φως ή ο φωταγωγός, φταίνε οι ήχοι απ’ τα τύμπανα, φταίει που έπεσα
Από κει , φταίνε τα ράμματα, οι κλωστές στα μάγουλα;

-σε είδα να πέφτεις μέσα μου και πέσαν τα βυζγιά μου
-κι εγώ συνέχεια τα κρατώ να μη χαθεί η ομορφιά μου
-η ομορφιά σου είναι ο σκοπός που τραγουδούσες τότε
-η ομορφιά μου είναι ο σκορπιός που νόμιζα πως είχα

Κορίτσι κρόζει αίμα και βλεννόρροια
Είναι μικρή γι αυτό δεν ξέρει να ουρλιάζει
Μόνο να λέει και να ξαναλέει για τη μνήμη του δέρματός της
Δεμένη με την ταραγμένη  της συνήθεια
να αποβάλλει πάντα την εικόνα του φωταγωγού