Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

narc

έτσι όπως
πετάγονται οι βλέννες
σ' έβλεπα
μέσα στη σκοτοδίνη, να είμαι εγώ για μια στιγμή
κι ύστερα να χάνομαι
διπολική λέει; ψύχωση λέει;
αρρώστια πάντως σίγουρα στα κύτταρά μου
να γαμιέμαι με αγνώστους και να υπάρχω μόνο ξεχωριστά απ' τους πολλούς
τι έπαρση!
γελάω εε
μη με σκοτώσεις ακόμα
δες, δες το στήθος μου πως πάλλεται να ξεφύγει απ' την ορμητικότητα του νου
με διαπερνάει
πετάω, νιώθω το κορμί μου σε κορύφωση
-μη φύγεις!-
φύγε, τρέχω, βιάζομαι, περνάω την αποτεφρωμένη κοιλιά σου
και σπάζω, σε βλέπω και νεκρώ και κοιτάζω
τα αίματα ακόμα νωπά
μια αναστάτωση μια εξομάλυνση ωρών δευτερολέπων
καταλαβαίνεις
το ξέρω πως καταλαβαίνεις
μην κάνεις το χαζό
το ξέρω πως με νιώθεις
πες μου ότι με νιώθεις
χάος]\χάος
πονάω με τόσο χάος, με βιάζει το χάος
συσπώμαι και καίγομαι χωρίς ευθύνη
καίγομαι, εκστατικά γεμίζω ολόκληρους κουβάδες με χύσια
απ' την ορμή του προσώπου μου να καταλάβει πώς λειτουργεί το σύμπαν
μη
μη φύγεις, μείνε
μείνε.
θέλω να σε βλέπω και να χύνω χωρίς να κάνει τίποτα, τρέλα
τρέλα
τρέλα
αναρρίχηση σε ανομοιόμορους εγγενείς πόλους
μυστικισμός, αφυδάτωση, τρέλα, φοβάμαι
νιώθω αστείρευτη οδύνη για τα παράξενα λόγια μου
θα θελα να υπάρξει μια γλώσσα να μιλήσω
όπως οι κεραυνοί μιλούν με τη δικιά τους γλώσσα
φύγε
τρέλα
ασυνάρτητε θεέ των συναντήσεων, σε περιμένω
κραυγή και χύσι μαζί, σε μια εξομάλυνση των συνθυκών, αλλάζω πρόσωπο πάλι
πάλι
πάλι
πάλι αυτή η καταραμμένη εναλλαγή, τρέμω, τρέμουν τα πόδια μου
θα θελα να μουν μαμούθ
να μην χρειάζεται να τρέχω και να χω μια μεγάλη προβοσκίδα
συγκομηδή οργίων
πάρε την αμοιβή σου πόρνη, θέλω να σε φτύσω στα μούτρα πόρνη!
να σε κλωτσάω μέχρι να ματώσεις και να τρέχεις από πίσω μου

ναρκώνομαι
ναρκώνομαι
νάρκωση
ναρκοπέδιο
ναρκαλιευτής
το γάμησα.

πιωμένη

γουστάρω εγκεφαλικό σεξ
με αποσυναμωμένη θύελλα γνώσης και λύτρωσης
εη, ποιός κάνει πλάτες στην αλήθεια μου;
παραμορφωμένα αγγεία ξενυχτάνε
μόνο και μόνο για να με κάνουν να νιώσω καλύτερα
τι θέλουν από μένα
διώξε με
φύγε, ρε μαλάκα απ'' την σιγή των ημερεύσεων
έλα να αλλοιώσουμε τις γνώσεις μας
να σε γαμάω σαν χορδές σε παράδοξα ακόρντα, νέφτι και ναφθαλίνη
τελικά η ιδιοφυϊα μπορεί να σε καταστρέψει
φύγε παρανοϊκέ ευνουχισμένε σκίουρε
διώχνω τα παραπλανημένα εγώ με μαθηματικές οντότητες
που μέσα στο κεφάλι μου εκφράζονται με απόλυτη παγερότητα
και έχουν λογική
φοβάμαι να αποσαφινίζω
γουστάρω εγκεφαλικό ενδιασμό
ψιλάφισέ με ορίζοντας απρόοπτα δυναμικά σχήματα
και λέξεις λέξεις λέξεις
τόσες που το ανθ΄ρωπινο μυαλό σε απαγχωνίζει
ΘΕΕ
δεν μπορώ να μιλήσω
τ σώμα μου φρακάρει απ' τις νευρώσεις
εγκεφαλικό lag-γελάω
γελάω τόσο δυνατά που σπάζω ολόκληρη
ΘΕΕ
φτύνω το δέρμα μου κολλώντας σύφιλη τους παντογνώστες τον εχθρών
νισάφι
(νύστα, η όρεξή μου νυχτάζει πάλι)
αιωρούμαι σε κάτι απρόοπτο μου με καταπίνει μαινόμενο
μάχομαι
διάλυση, ΘΕΕ, διαλύομαι
στείλε τους φόβους μου σε mail ή σε τηλεγράφημα στους παντογνώμονες αγγέλους σου
με χάρακα και διαβήτη θα σε διχοτομήσω ΘΕΕ
με τις ασύμβατες λέξεις μου δώρο στο υδρόθειο που καίει τον ύπνο μου
και βγάζει τα όνειρά μου απ' την πηρά την αναμάρτητης αφόρητης κόλασης
Ω
μέσα μου φλέγονται τα μονοπάτια των τρελών
και
σκάω!
σκάω,
νερό
νερό, φωνάζω, έεεεεελα, που τόσα χρόνια σε περιμενα να μου ζεστάνεις την ψυχή
σφαδάζοντας υπακούω στον πατέρα ουρανό
μεταμεσοχύχτια νυστία και με καυλώνεις όταν μιλάς στο μυαλό μου
βήχω παράφορα έρχομαι πάνω σου και τρέμω τρέμω πάλι
έλα, πάλι, ζωρίς καμία υπόνοια για το ποια είμαι
κια ποια μπορεί να υπήρξα στη δεκαετία των ατελειωτων εκσπερματώσεών σου
ΈΛΑ
θα σε ευλογίζω με την ασυναρτησία που κοχλάζει μέσα από φτερούγισμα ζώων
έχω αποδεχτεί ότι με δέρνει μια κηδεμένη και αγιάτρευτη τρέλα
έλα.
κάνε με να υπάρξω έστω και μόνο όσο κρατάει μια εκσπερμάτωση
ματώνω
φεύγω

η ιδιοφυϊα με στέλνει στο διάολο και το γλεντάει
αλύπητα και υπόκωφα με ανασταίνεις
λίγο πριν το ξημέρωμα
 

μες τη δίνη

γαμιούνται
τα ερμαφρόδιτα
εγκεφαλικά ωάρια
μπαίνω σε σήψη
αγκομαχώντας ανυπέρβλητα για τα καυλωμένα αγόρια του άγριου ξημερώματος
πόσα ποτέ χωράνε σε μια πρόταση ή σ' έναν αφαλό
προστάτεψέ με
φύγε απ' την κίνηση των ωρών και των παραισθήσεων'
ΤΡΕΜΩ
ρε μαλάκες τρέμω
φύγε, έλα και άγγιξέ με
και φύγε φύγε!
βρώμικη πληγή σε χέρια αγρήκων
τα παρατεταμένα Εγώ και οι σαρκοφάγοι παρατηρητές των ορίως
του σύμπαντος
με περιπλέκουν
σ' ένα χορό εκστατικής αφέλειας και ενορχήστρωσης των πάντων
φλέγομαι δίπλα μου κατοπτρικά
μη, μην αγγίζεις τα φαγωμένα χείλη
όσο θα στέκομαι παράλυτη απ' τον πόνο και την ηδονή
που παρατήρησα τα φλογισμένα δάχτυλα
ΠΑΡΑΛΥΣΗ ΡΕ ΖΩΑ
δεν αντέχεται η παράνοια, μέσα σε νήματα τρομαχτικών αιωνιοτήτων


δεν υπάρχω
δαγκώνομαι, ξαναδαγκώνομαι
κοιτάζω το ζεστό καθρέφτη
με βλέμμα που καρφώνει την ενόρασή μου
χάνομαι
χάνομαι
χάνομαι.

θέλω να με βλέπουν
μέσα από κατοπτικά γυαλιά και σύρματα να μου ματώνουν το κεφάλι
θέλω να με βλέπουν
να χάνομαι οριζόντια κάθετα
να κρατιέμαι στον ατμό των παρορμήσεων και των σφιγμών
είμαι καλά.
ουρλιάζω στις πλατείες πως είμαι καλά
και μια ανεξήγητη έπαρση και κόμποι μου γεμίζουν το στομάχι

φάτε με ρε ζώα,
ξεπαστρέψτε ότι έχει απομείνει από μένα
στα πιο ανώδυνα συμπλέγματα φωτός και κίνησης
απορριματοφόρα θα με ξεβράσουν
δεν με ελέγχω απ' τους σπασμούς και την ατέλεια
λιώνοντας νωχελικά στην πιο αδέξια
νάρκωση
του χρόνου

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

όσα τα παραστρατημένα εγώ μου είπαν

ανάθρεψα σε οικοτροφεία για παραμελημένους αγρήκους
το ίχνος της απλιστίας μέσα μου
για αίμα, τρέλα, καύλα και ποίηση.

ακόμα αγκομαχώ να με κρατήσω στέρεη
στη γη που με ορίζει, με αφοπλίζει
απ' τη συνείσησή μου την πάγια
φοράω το λευκό δέρμα ενός απάνθρωπου κτήνους.

ποδοπατάω τ' αγκάθια στην αυλή μου και γελάω παράλυτη
μέσα από σκάλες και παράδρομους
ουρλιάζω την ωπή της αποσύνθεσης
με μια ηλίθια φρικαλέα γεύση απ' το μελλοντικό κουφάρι μου.

θέλω να βγω
σαν φονική ανάμνηση κάθε φρεσκοπλυμένου μικρού ζώου
να φέρω σύγχυση στα κεφάλια των αγνώστων
χωρίς καμιά αιτία σέρνομαι αφουγκράζοντας
τα πέλματα των όντων και των σκέψεων
τα αποκυήματα, τα στραγγαλίζω.

τι άλλο ανίερο θα βρω να κάνω για να σπάσω αυτή τη σύγχυση
μες το κρανίο
που μ' ενοχλεί σαν παγωμένη λεπίδα
από ξερά φύλλα φτιάχνω το φόρεμά μου το πανάκριβο
κι ορίζω απ' την αρχή πώς θα πρεπε στ' αλήθεια να κινούμαι

ορίζω την κίνηση, αυτή η αποσαφηνισμένη ιδέα με εξουθενώνει
βλέπω τον αγέραστο φονιά της μνήμης μου να με σκοτώνει
με χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους
βογγάω και βελάζω σπαραχτικά
κάνω πως με βιάζουν, με γαμάνε
γλεντάω με τ' ασυνάρτητά τους λόγια
βροντάω τις νύχτες ατο άδειο μου σπίτι
να ξυπνήσω κάτι απ' την ασύνδετη αυτή σκέψη
τη φυγή να περιπαίξω με τα βρωμερά μου νύχια

δαγκώνω τη σάρκα ενός άντρα καθώς εκσπερματώνει
πονάω μαζί του και ενδιάμεσα
ματώνουμε μαζί και ύστερα πάλι αγγιζόμαστε
κλαίω γοερά κι εκείνος φωνάζει
παραληρεί για την τελειότητα του σώματός μου
καθώς το αγγίζω μ' ένα ξυράφι
χώνει το σπέρμα του βαθιά μέσα μου,
ώσπου να εξαϋλωθούμε απ' αυτό και απ' τα πάντα

η γλώσσα μου θέλει πανάκεια
κάτι απ' όλα όσα βλέπω θα πρέπει να είναι
με τον ήχο της σάρκας στο δίπλα δωμάτιο
αποκοιμιέμαι

είμαι στο τρένο και η μήτρα μου φλέγεται
ζητάω έλεος απ' τον οδηγό, απ' τους ξένους
καταιβαίνω σε μια στάση, σε μια εκκλησία κάπου στην έρημο
έχω παντού πάνω μου ουλές και ξεσκοισμένες σάρκες
η καύλα της φυγής με κυριεύει

το πρωί κοίταζα τα χέρια μου
νωχελικά με νοητή προσέγγιση τα θαύμαζα
τα είδα να βρίσκοται εκεί, μαζί μ' εμένα μαζί με όλο
τον περιστρεφομενο πλανήτη, και με γοήτευσε
αυτό το αίσθημα ροπής και εκκαθάρισης
σαν να μετάγγισα με δυό στροφές του νου
τροφές για ανυπεράσπιστους και τυφλούς μονομάχους.

νιώθω να ίπταμαι
σε καθαρά νερά κοιτάζω επίμονα το βλέμμα της
μια πεντάγραμμη μορφή με καταδικάζει
στον τρύπιο ήχο της αλόγιστης κι απατηλής ιδέας
της ζωής μου

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

συριγγα

έχω βαρεθεί να βλέπω συνέχεια το ίδιο και το ιδιο πρόσωπο.
σαν αναίμακτη μετάγγιση με διαπερνάει η άπνοια αυτού του προσώπου.
άλλαζα σχήμα περιμετρικά με γειωμένο βλέμμα και μαχαίρια στα μάγουλα, στάμπες
ή λιθοσκότεινα σαν σκαλοπάτια από βαριά περίστροφα, τα χείλη εκστατικά
και τόσο μόνιμα, με ικεσίες και σφιγμό, με άσχημα τραγούδια
ο πάταγος μου ρίμαξε τη γλώσσα και τους εκατό γιούς μου
η δίπλα φύση κάνει αγώνα δρόμου με τα ματωμένα πέπλα
μπαλωμένα σε υπονόμους χωρίς νόμους, σε λέξεις άνευρες
νωχελικά τρομάζω την αγρύπνια
και ο λήθαργος μοιράζεται στα δύο
σαν πόρνη κάνει έρωτα στο νου και στην ψυχή
ταυτόχροναοι
πιέζω τε τα χέρια αυτό το δύσμορφο παραμορφωμένο θηρίο
το πρόσωπο
με μια βελόνα με τρυπάνε οι διαχωρισμένοιν εαυτοί
έκαναν ανταρσία στο πρόημο παιδί των φόβων και των πυρωμένων αλόγων
και φεύγει, φεύγει προς το χάος η παραμορφωμένη μου φωνή
σέρνοντας κόσμους ασαφείς στα πλέγματα με άροτρα, φωνές,
τους σέρνους, σκλάβους και ομοφυλόφιλα κορίτσια με σπαραγμένα χείλη
τρέμουν, οι ανάποδοι Χριστοί των κοιμισμένων λόγχων
το σατανικό μου νανούρισμα
προς τη μητέρα της κραυγής και της μετάνοιας
με αλισοπρίονα κόβουν μέρη του εγκεφάλου και του σώματος
αφήνοντας μια υπόνοια τρυφερής ανάμνησης
επινοήματα άρρωστων παιδιών
από νοσοκομεία και σταθμούς με ανθρώπους πυρετικούς
και άνευρα κατασπαράγματα θνησιγενούς τρέλας
φόρεσα το μανδύα της πιο απάνθρωπης γης
αυτής που ιδεογράμματα φώτιζαν κρέμασαν την απελπισία
στο σταυρό
και μ' ενα νεύμα, σκότωσα χωρίς να αγγίξω καν τη Μητέρα
αυτή που πλάγιαζε τα βράδια με θηρία και τέρατα
τους έλεγε αστεία στο διπλανό δωμάτιο
πώς τάχα εγώ, η κόρη των σεισμών, γεννήθηκα τη λάθος μέρα
σε μια άτσαλα ορισμένη αναταραχή των συνειδήσεων
με τα μυαλά τους παραμορφωμένα με γεννήσαν
χωρίς να ξέρουν τι μπορούσε αυτό να επιφέρει
και πάλι συνομιλώ με τη νεκρή Μαμά -Παράνοια
και της ουρλιάζω πώς εγώ τη σκότωσα, εγώ με το ταλαιπωρημένο κεφάλι
πώς πρώτη μου φορά ήξερα τι έκανα και πού ανήκω
και ύστερα όλα γυρίζουν προς τα χέρια μου
οι κάμερες στρέφονται στα τρυπημένα μου μανήκια
και αρχίζω πάλι να ουρλιάζω μαδεν ακούω τη φωνή μου
δεν ακούω τίποτα
βουίζει μέσα μου η φρίκη την τρυπάω με σύρματα
ξανά με σύρματα το κορμί της παραπονεμένο μου ζητάει έλεος
έλεος! είναι μόνο ένα κουφάρι πια γιατί συνεχίζεις
γιατί γιατί γιατί
γιατί συνεχίζεις
να κουφαίνεσαι απ' την ασίγαστη παρόρμηση του νου σου
πρόσεξε! τώρα γυμνοί βγαίνουν απ' τις τρύπες του σώματός της οι άνθρωποι
μικρά μικρά ανθρωπάκια με σχισμένα μάτια, τυφλωμένα βγαίνουν απ' τ' αυτιά και το στόμα της
"μητέρα" λέω, "σε σιχαίνομαι", και συνεχίζω να τρυπάω και να ρουφάω το αίμα απ' τις
αρτηρίες, ποντίκια κι ερπετά βγαίνουν απ' τους πόρους του δέρματός της
τα βυζιά της είναι ηχεία, μεγάλα τεράστια ηχεία που ξεζουμίζουν και βγαίνουν
ήχοι απόκοσμοι
και απονευρωμένοι, κάπως στριγγοί
και όσο συνεχίζω να την ξεκοιλιάζω βγαίνουν, κι άλλα, κι άλλα όντα από μέσα της,
όλο και πληθαίνουν, κινούνται βίαια, λυτρωτικά, απ' τα νεφρά της βγαίνουν παράξενα όντα
πρώτη φορά τα είδα στη ζωή μου, μα δεν τα θυμάμαι καλά
ήμουν σε μεγάλο πυρετό, και μες τα μπούτια της κυλάει αίμα πυχτό, πολύ πυχτό σαν
να βγαίνει από πηγή αντί για νερό, λάβα, και μέσα απ' το αιδοίο τις βγαίνουν κορίτσια μικροσκοπικά
με ματωμένες μήτρες που στις μήτρες του έχουν άλλα κοριτσάκια πιο μικρά
και μέσα από τα μπούτια της βγαίνουν αγόρια, πολλά, με διαλυμένα μέλη,
αρπάζονται απ' τα κορίτσια και τους δαγκώνουν τα μικρότερα κοριτσάκια στις μήτρες τους
κι εγώ συνεχίζω να βαράω με λύσσα το κουφάρι
μέχρι να βγεί από μέσα υγρό πυχτό, ιερό χύσι και πορσελάνινα μέλη από κούκλες
τόσο πολύ που αναμυγνεύεται με το αίμα και το ξεπλαίνει, το αφοπλίζει
και τα μικρά πλάσματα, όλα χάνονται μέσα σ αυτό το υγρό
κι εγώ ανάμεσα στον οργασμό και την καταστροφή μου
σταματάω πια να ξεκοιλιάζω το κουφάρι
έχει πια γίνει μια άμορφη λευκή μάζα από κόκκαλα
έχω ταχυπαλμία αλλά ηρεμώ, ηρεμώ.....
ηρεμώ.

κάθομαι στο σκοτάδι και ψιλαφώ το αίμα στα μπούτια μου.
τα μάτια μου είναι κλειστά και τώρα μισανοίγουν, όμως δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα.
ψιλαφώ τα μπούτια μου, τω σώμα μου όλο, είμαι γυμνή.
νιώθω υγρά παντού γύρω μου, το στήθος μου βγάζει γάλα!
γάλα, παχύ λευκό γάλα κυλάει παντούπασαλείβω μ' αυτό το πρόσωπό μου
βάζω στη χούφτα μου γάλα και το πίνω.
ζαλίζομαι ακόμα, αλλά στις φλέβες μου νιώθω να κυλάνε
γάλα, και μέλι και ένας ρυθμός σαν νανούρισμα με τη μορφή φλέβας
μέσα μου
με παρακινεί να χαμογελάσω στον Πατέρα Θάνατο
και το γέλιο μου ηχεί στο σκοτεινό δωμάτιο και μου αντιγυρίζει
πιο βαθύ και πένθιμο
σαν γέλιο κάποιου άλλου.

δεν ήταν κανείς άλλος εκεί να το δει ή να το ακούσει
αυτό το γέλιο όμως είναι ραμένο πια στις φλέβες μου
και πάντοτε με διώχνει απ' τον κόσμο
σαν να μου μιλάει με απόλυτη στοργή και λύσσα μαζί
μου λέει "κάτσε και μάζεψε όλα τα μικρά πτώματα
απ' το δωμάτιό μου, και φύγε, φύγε, μακρία
να μην σε ξαναδώ."