Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

χορός στην άκρη του αινίγματος

σφουγγίζω τα μικρόβια
απ' το λεκιασμένο λαιμό σου
μείνε, όσο θα στέκομαι βουβός
να παραμιλάω για τα άγρια χαράματα
που είδα την απόλιξη του κορμιού σου
πάνω στα σύρματα
πυρακτωμένη
ξέρεις πως
δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς
τώρα που πιο νεκρή
από ποτέ με τα υγρά σου μάτια
με σπαράζεις
ο κήπος του μεσονυχτίου σου
με τα φωτάκια
και τις ψεύτικες κούκλες
ήσουν γυμνή
σ' ένα αναπηρικό καροτσάκι
κι η αχαριστία μας για την ομορφιά
μας έψελνε μια μακρόσυρτη
διαλυμένη μελωδία
όταν ξεφεύγαμε απ' το
χάρτινο τοπίο της σφαγής και
τα παράλληλα αναμενόμενα κεφάλια
των ζώων της σπηλιάς μας
ξέρεις, όταν ο πονοκέφαλός μας
γίνεται κοινός και αφόρητος
και τα ξυράφια της μεταμόρφωσης
αλλάζουν και γίνονται διάφανα λόγια
με τα σπαθιά και τα φοβισμένα μας
παιδιά θα σπείρουμε στην
απανθρακωμένη γιορτή
στο μυστικιστικό μας γλέντι
μια υπόκωφη φωνή
και κάτω από τη γη θα γεννούν
οι λαβωμένοι αετοί μας
το ρυθμικό γλέντι των παραισθήσεων
μέσα σε κατοπτρικό γυαλί
θα σε κοιτάζω
ξεφεύγοντας απ' το κελί
που μέσα του φαγουρίζεται
ένα υποτιθέμενο σώμα
και το μυαλό θα διασπείρεται
με ελιγμούς στο χάος
και θα τρώει ότι απέμεινε
απ' τη συρρίκνωση
των αναφιλητών
κάπου υπήρξε σφάλμα
στην ανακαίνιση των σπασμών
κάπου ανατινάχτηκε το πρόωρο δέρμα
του ανάπηρου ζώου
που με παρατηρεί όσο
χορεύω στον τεχνιτό μας βούρκο
και τινάζεται το σώμα μου βαρύ
από τις την αλκοόλη
και τον πυρετό της ύπνωσης
με σπασμωδικές κινήσεις
η τελετή του χορού μου
διώχνει με μανία τα τεχνιτά μου μέλη
κάτι από το πρόσωπό μου
είναι αιφνιδιαστικά λευκό
που αντικατοπτίζεται στα φράκταλ
του φαρμακωμένου ζώου
και οι αιματοβαμένοι σκίουροι
κοιτάζουν λυπημένα το χορό μου
σαν να αποθανατίζουν με τα μάτια τους
την κόλαση
που φτιάξαμε τόσο περίτεχνα
και γέλαγες με το ασθενικό μας
προσωπείο
φορώντας τον κουρελιασμένο σου
σφιγμό
και τις ταραντούλες του ύπνου μου
ραμένες στα πέλματά σου
σαν ινδιάνικο στολίδι
έβγαζες αλλαλαγμούς
και τρόμαζαν οι φράσεις
των ποιητών
και οι κινήσεις μου γίνονταν σπάνιες
και έσπαζαν
και έπεφταν
σαν λυκοφωτικά ερείπια
απλωνόμουν αρχντικά
γυμνή στα βαλτόνερα
και οι επινοητές θανάτων
αχνοφαίνονταν
κι εσύ βουβή τους πρόσταζες
με τα μεγάλα μάτια σου
να φύγουν
-να φύγουν-
κι όλο αναμέναμε τη συντριβή μου
κι όλο ανέσαινες νωχελικά και
μου άδειαζες
με τελετουργικά τεχνάσματα
το πιο ανέγγιχτο κομμάτι
της ψυχής μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου